Φωτογραφία φύσης στην Ελλάδα
Φωτογραφία φύσης στην Ελλάδα
Φωτογραφίζοντας την ελληνική φύση
Το αντικείμενο της φωτογραφίας φύσης
Η φωτογραφία φύσης είναι ένα κέλυφος φωτογραφικών θεμάτων, μέσα στο οποίο περιλαμβάνονται το τοπίο, τα φυσικά φαινόμενα, τα φυτά και τα ζώα. Πιο συγκεκριμένα, περιλαμβάνει τη φωτογραφία τοπίου, τη φωτογραφία άγριας φύσης και τη μακροφωτογραφία φύσης.
Η φωτογραφία τοπίου εστιάζει στην απεικόνιση μεγάλων φυσικών ενοτήτων, όπως θάλασσες, βουνά, δάση, αγροτικά τοπία, ή συγκεκριμένων στοιχείων, όπως ποτάμια, λίμνες, καταρράκτες, ακτές, γεωμορφές, αλλά και σε πιο αφαιρετικές συνθέσεις, όπως γεωμετρικές δομές, μορφές του αναγλύφου ή σχήματα του φωτός.
Η φωτογραφία άγριας φύσης εστιάζει στην απεικόνιση άγριων ζώων - δηλαδή ζώων που δεν προέρχονται από εξημέρωση ή αιχμαλωσία και τρέφονται αυτόνομα στη φύση - μέσα στο φυσικό περιβάλλον τους.
Η μακροφωτογραφία εστιάζει σε ζωντανούς οργανισμούς, συνήθως έντομα ή φυτά, αλλά και δομές και πρότυπα μικρού μεγέθους.
Ο σκοπός της φωτογραφίας φύσης
Αρχικά, η φωτογραφία φύσης είχε ως σκοπό τη δημιουργία ενδιαφερόντων και ενδεχομένως ευχάριστων ή εντυπωσιακών διακοσμητικών μοτίβων, ως συνέχεια των νατουραλιστικών ζωγραφικών έργων, όπως οι θαλασσογραφίες, η τοπιογραφία και τα βουκολικά θέματα.
Σταδιακά, και με την εξέλιξη των μέσων, τόσο του φιλμ, όσο και του υπόλοιπου εξοπλισμού, η φωτογραφία φύσης εστίασε στην αποκάλυψη απομακρυσμένων, σπανίως επαναλαμβανόμενων ή δύσκολα προσεγγίσιμων θεμάτων, όπως τα τοπία της ζούγκλας, των ορεινών ή πολικών περιοχών, τα άγρια ζώα και τα εντυπωσιακά φυτά και έντομα. Από τα τέλη του 20ου και ειδικά μέσα στον 21ο αιώνα, η φωτογραφία φύσης συνυφάνθηκε στενά με το κίνημα προστασίας των φυσικών τοπίων και των οργανισμών και αποτέλεσε αναπόσπαστο τμήμα της οποιασδήποτε συζήτησης αξιολόγησης, εκλαΐκευσης ή υποστήριξής τους.
Οι τόποι
Κάθε σπιθαμή του πλανήτη διατηρεί σε κάποιο βαθμό φυσικά χαρακτηριστικά και μπορεί δυνητικά να φιλοξενεί κάποια μορφή ζωής. Κατά συνέπεια, όλος ο διαθέσιμος χώρος είναι κατάλληλος για τη φωτογράφιση φυσικών θεμάτων. Προφανώς περιοχές με μικρότερη ανθρώπινη όχληση, απομονωμένες ή προφυλαγμένες από πηγές μεγάλης έντασης φιλοξενούν περισσότερα, σπανιότερα ή πιο απαιτητικά είδη, που κατά τεκμήριο θεωρούνται αξιολογότερα ως φωτογραφικά αντικείμενα. Οι περιοχές αυτές μπορεί να είναι θεσμικά προστατευόμενες περιοχές, όπως το καθεστώς του Εθνικού Πάρκου ή άλλο παρεμφερές νομικό πλαίσιο, ή απλώς θέσεις με αναγκαία για την άγρια ζωή στοιχεία.
Όλες οι προστατευόμενες περιοχές στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα κατάλληλες για την άσκηση των τριών τύπων φωτογραφίας φύσης, δηλαδή φωτογραφίας τοπίου, φωτογραφίας άγριας φύσης και μακροφωτογραφίας. Στα λήμματα που ακολουθούν κάνουμε μια επιγραμματική αναφορά στις φωτογραφικές ευκαιρίες που προσφέρουν τα ελληνικά Εθνικά Πάρκα, χερσαία, υγροτοπικά και θαλάσσια.
1. Εθνικός Δρυμός Ολύμπου
Ο Εθνικός Δρυμός Ολύμπου είναι αναμφίβολα ένας από τα πιο πλούσιους τόπους για κάθε είδος φωτογραφίας φύσης. Οι κορυφές του είναι όχι μόνο οι ψηλότερες στην Ελλάδα αλλά και οι πιο εντυπωσιακές και εμβληματικές: μακράν οι πιο φωτογραφημένες και αναγνωρίσιμες κορυφές στην χώρα. Στο οροπέδιο των Μουσών, τα αγριόγιδα είναι τόσο εξοικειωμένα με τους επισκέπτες που μπορεί κανείς να τα φωτογραφίσει και με το κινητό. Τέλος, όλη η αλπική ζώνη είναι κατάστικτη από πανέμορφα αγριολούλουδα, τα περισσότερα από τα οποία είναι ενδημικά του συγκεκριμένου τόπου.
Πιο συγκεκριμένα, σε ότι αφορά στο τοπίο,τα κυριότερα φωτογραφικά θέματα στον Εθνικό Δρυμό Ολύμπου είναι τα πιο κάτω:
- τα αλπικά οροπέδια, όπως το Οροπέδιο των Μουσών και η Μπάρα,
- οι απέραντες ορθοπλαγιές των κορυφών, όπως ο Μύτικας, το Στεφάνι, αλλά και η Ζηλνιά,
- τα ορεινά ποτάμια, όπως ο Ενιπέας
- τα μεγάλα αμφιθέατρα, όπως τα Καζάνια.
Σε ότι αφορά στη φωτογραφία άγριας ζωής, στον Όλυμπο μπορούμε να φωτογραφίσουμε θέματα όπως:
Το Αγριόγιδο διατηρεί στον Όλυμπο τον μεγαλύτερο πληθυσμό του είδους στην Ελλάδα. Τα ζώα στο Οροπέδιο των Μουσών έχουν συνηθίζει την ανθρώπινη παρουσία και προσφέρουν ανεξάντλητα θέματα με φόντο το Στεφάνι, το τοπίο στις Πόρτες, τις ομίχλες από τα Καζάνια ή το Μπαρμπαλά κλπ.
Στον Όλυμπο, τα αλπικά πουλιά και ειδικά ο Χιονοψάλτης, η Κιτρινοκαλιακούδα και η σπάνια Κοκκινοκαλιακούδα, θέματα που δύσκολα προσεγγίζονται σε άλλα βουνά, εδώ είναι εξαιρετικά προσιτά. Είναι χαρακτηριστική η εξαιρετικά φιλική παρουσία του Χιονοψάλτη στον ελάχιστο χώρο της κορυφής του Μύτικα, όπου τριγυρνά ανάμεσα στα πόδια των ορειβατών. Οι καλιακούδες, επίσης, έχουν αντιληφθεί ότι τα καταφύγια μπορούν να τους χαρίσουν λίγη εύκολη τροφή και περιφέρονται με εμπιστοσύνη γύρω από τα κτήρια, ξέροντας ότι απολαμβάνουν το θαυμασμό και την προστασία των ορειβατών.
Μαζί με τις κραυγές των δυο ειδών καλιακούδων ακούγονται τα βραχνά καλέσματα του Κόρακα, ο τεράστιος Χρυσαετός παρενοχλείται από μικροσκοπικά Βραχοκιρκίνεζα και όλα αυτά παρέα με τα ευρείας υψομετρικής κατανομής φανέτα και σταχτοπετροκλήδες.
Πολύ λιγότερο εμφανής, η Χιονάδα είναι παρούσα και εδώ, όπως και ο Χιονοψάλτης, που ωστόσο παραμένει απόμακρος και δυσεύρετος κοντά στα βράχια. Τέλος, ο Τοιχοδρόμος ανεβαίνει και εδώ το καλοκαίρι στα αλπικά βράχια. Μαζί με τους Χιονόστρουθους και τις Χιονάδες θα δούμε και λίγες Μικρογαλιάντρες.
Περισσότερα στοιχεία για το περιβάλλον και τα πουλιά της ζώνης αυτής θα βρείτε στο κεφάλαιο Τα πουλιά της αλπικής ζώνης του Εθνικού Δρυμού Ολύμπου.
Τα πουλιά που αξίζει να παρακολουθήσουμε και να φωτογραφίσουμε στο δάσος των ρόμπολων είναι ο Σταυρομύτης, που όλο το καλοκαίρι αξιοποιεί μετά μανίας τα κουκουνάρια του υποαλπικού αυτού πεύκου, πριν κατέβει χαμηλότερα με τα πρώτα χιόνια, οι Χιονάδες, που κερδίζουν ύψος στην αρχή του καλοκαιριού κρυμμένες στα ψηλά αγροστώδη, ο Μαύρος Δρυοκολάπτης, που κυριαρχεί στα υψόμετρα αυτά, ο Βουνοδεντροβάτης, που το καλοκαίρι αφήνει τα μαυρόπευκα στον ξάδερφό του τον Καμποδεντροβάτη για να εξερευνήσει το φολιδωτό κορμό των ρόμπολων και τέλος το Διπλοσάινο, που βρίσκει εδώ το πεδίο και τα θηράματα που προτιμά.
Για να φωτογραφίσουμε Σταυρομύτες, επιλέγουμε ρόμπολα που έχουν ώριμα κουκουνάρια στα κλαδιά της κώμης, ώστε να μπορέσουμε να απομονώσουμε κάπως το θέμα μας. Αντίστοιχα, ο Βουνοδεντροβάτης αποτυπώνεται καλύτερα - και μπορεί να διακριθεί από τον πολύ παρόμοιο Καμποδεντροβάτη - όταν ξεφοντάρει στο πλάι του κορμού. Ο Μαύρος δρυοκολάπτης διεκδικεί έντονα το χώρο του και μπορεί να έρθει να μας περιεργαστεί από την κορυφή ενός ξερού κορμού. Τέλος, οι Χιονάδες θέλουν πολύ προσεκτική παρατήρηση για να εντοπιστούν μέσα στο ψηλό χορτάρι της υποαλπικής ζώνης.
Περισσότερα στοιχεία για το φυσικό περιβάλλον και την ορνιθοπανίδα των ρόμπολων θα βρείτε στο κεφάλαιο Τα πουλιά των ρόμπολων στον Εθνικό Δρυμό Ολύμπου.
Τα κύρια αρπακτικά πουλιά στην ανώτερη ζώνη του Ολύμπου είναι ο Χρυσαετός, ο Γερακαετός και ο Πετρίτης.
Ο φωτογράφος των αλπικών φυτών θα βρει εδώ τον παράδεισό του, καθώς τόσο τα λιβάδια, αλλά κυρίως οι βραχώνες είναι καταστόλιστοι από σπανιότατα φυτά. Χαρακτηριστικές ζώνες είναι οι πιο κάτω:
- το Οροπέδιο των Μουσών, τόπος φιλοξενίας πολλών ειδών των αλπικών λιβαδιών,
- οι βραχώδεις ζώνες στη βάση του Στεφανιού και του Μύτικα,
- η χαράδρα του Ενιπέα, κατάστικτη από σπάνια φυτά των φαραγγιών,
- το δάσος των ρόμπολων, βιότοπο πολλών σπάνιων βραχόβιων ή δασόβιων φυτών,
- η χαράδρα του Ξερολακιού, ένα σπάνιο οικοσύστημα με δεκάδες σπάνια φυτά.
Η αλπική ζώνη του Ολύμπου είναι η μοναδική περιοχή στην Ελλάδα με υψόμετρο πάνω από 2600 μ. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο που αυτό το "νησί υψομέτρου" κατοικείται από εξίσου μοναδικούς οργανισμούς, κυρίως φυτικούς. Έτσι, στη βάση κάθε οροπλαγιάς και στο περίγραμμα κάθε βραχώνα θα βρούμε ένα ή περισσότερα σπανιότατα και συνήθως στενοενδημικά φυτά, που προφανώς δεν υπάρχουν πουθενά αλλού στον κόσμο.
Η Campanula oreadum, δηλαδή η καμπανούλα των ορέων, είναι ένα από αυτά τα φυτά. Θα η βρούμε στη βάση του Στεφανιού και στο Λούκι του Μύτικα.
Το δάσος των ορεινών κωνοφόρων δημιουργεί ένα σκιερό και ελάχιστα φιλόξενο τάπητα με πευκοβελόνες, τον οποίο λίγα φυτά αποικύν. Το δάσος των ρόμπολων είναι μια εξαίρεση, καθώς είναι πολύ φωτεινό, με πολλά ανοίγματα και βράχια, που προσελκύουν δεκάδες είδη, ανάμεσα στα οποία μερικά ιδιαίτερα καλαίσθητα.
Η Moneses uniflora είναι ένα από αυτά τα φυτά που, χωρίς να είναι σπάνια, είναι τόσο διακριτική που συνήθως διαφεύγει της προσοχής μας.
Οι βραχώδεις παρειές του Ξερολακκίου είναι ο τυπικός βιότοπος της Ramonda heldreichii, ενός εξαιρετικά σπάνιου τροπικού φυτού που διασώζεται μόνο σε λίγες θέσεις του Ολύμπου. Το φυτό είναι τοπικά άθφονο και είναι σχετικά εύκολο να βρεθεί, μην ξεχνάμε όμως ότι αυτός ο πληθυσμός είναι ο μοναδικός παγκόσμια και πρέπει να προστατευτεί.
Δεκάδες άλλα σπάνια είδη στολίζουν τα βράχια και τον τάπητα του δάσους.
Τέλος, ο γνώστης των πεταλούδων θα βρεί στον Όλυμπο πολλά σπάνια είδη.
2. Εθνικός Δρυμός Παρνασσού
Δεύτερος παλαιότερος εθνικός δρυμός της χώρας, μετά τον Όλυμπο, ο Εθνικός Δρυμός Παρνασσού δεν είχε την ευτυχή πορεία του προγόνου του. Αρχικά, σχεδιάστηκε κυρίως για την προστασία του Δελφικού Τοπίου, δηλαδή την αποφυγή δημιουργίας τουριστικών υποδομών στη στέψη των Φιαδριάδων και έτσι ο πυρήνας αυστηρής προστασίας οριοθετήθηκε γύρω από το ελατόδασος του Δυτικού Παρνασσού, αφήνοντας ευάλωτη τη ζώνη των μεγάλων κορυφών που κηρύχθηκε περιφερειακή ζώνη. Τρεις δεκαετίες μετά, το τοπίο της περιφερειακής ζώνης, δηλαδή η καθεαυτό ζώνη της ορεινής ταυτότητας του Παρνασσού, λεηλατήθηκε από τρια χιονοδρομικά κέντρα και μετατράπηκε σε ένα απέραντο εργοτάξιο.
Ωστόσο, αυτό που τελικά βάρυνε στις εξελίξεις του οικοσυστήματος του Παρνασσού δεν ήταν τόσο η αλλοίωση του αλπικού πεδίου αυτή καθεαυτή, αλλά η συνοδεύουσα - ενδεχομένως αναπόφευκτη - μεταβολή του παραγωγικού προφίλ της περιοχής, όπου η μέχρι το 1980 καθαρά κτηνοτροφική οικονομία της Αράχωβας και της Αμφίκλειας στράφηκε ολότελα προς τον τριτογενή τομέα, ενώ και στο Λιβάδι Αράχωβας οι αγροτικές δραστηριότητες εξανεμίστηκαν μπροστά στα απίστευτα κέρδη της εμπορίας της γης για την κατασκευή διαμερισμάτων και ξενώνων: Κάθε χρόνο, η ελεύθερη γη στο Λιβάδι Αράχωβας μειώνεται από λίγο, ενώ οι μαιζονέτες απλώνονται ολοένα και πιο μακριά και βαθιά στις πτυχές της πόλγης.
Ως αποτέλεσμα, το μεγάλο βουνό ερήμωσε και η εξαρτώμενη από την κτηνοτροφία πανίδα - μεγάλοι αετοί και γύπες - εξαφανίστηκε πάραυτα, ενώ οι λαγοί, τα μεσαία αρπακτικά και τα νυχτοπούλια εγκατέλειψαν το Λιβάδι και κατέφυγαν στα δάση του Δυτικού Παρνασσού.
Μερικά από τα βασικά θέματα τοπίου στον Εθνικό Δρυμό Παρνασσού είναι:
- Οι ορθοπλαγιές των Δελφών,
- οι μεγάλες κορυφές,
- οι μεγάλες χαράδρες, όπως της Βελίτσας, της Σουβάλας, της μονής Ιερουσαλήμ,
- τα εντυπωσιακά καρστικά τοπία, που απλώνονται σε όλα τα υψόμετρα, από τα Καλάνια και το Λιβάδι Αράχωβας μέχρι το Βαθύσταλο και το Σέσι στα 2300 μ.,
- τα απέραντα ελατοδάση, όπως στο βαρκό Δεσποτη,
- τα δάση μαυρόπευκων, στην περιοχή Άνω Σουβάλας.
Οι Δελφοί απολαμβάνουν μια εκπληκτική εύνοια της τοπογραφίας: απλώνονται σε ένα στενόμακρο σκαλοπάτι ανάμεσα στις αρνητικές ορθοπλαγιές του Πλειστού και στην απόκρημνη μεσημβρινή πλευρά του Παρνασσού, που περιλαμβάνει και τις απρόσιτες Φαιδριάδες Πέτρες.
Η ενότητα αυτή αποτελεί καταφύγιο και ζώνη φωλιάσματος πολλών μεσαίων και μεγάλων αρπακτικών, ανάμεσα στα οποία του Χρυσαετού, του Πετρίτη, του Φιδαετού και των όρνιων που φτάνουν σποραδικά εδώ από τα Ακαρνανικά όρη.
Τα βατά τμήματα αυτής της κάθετης ερήμου προσφέρουν στο φωτογράφο μακροφωτογραφίας τη δυνατότητα να αποτυπώσει μερικά από τα πιο δυσεύρετα φυτά της Ελλάδας, στενοενδημικά της περιοχής ή σπάνια ελληνικά και βαλκανικά είδη.
Οι δυο ψηλότερες κορυφές του Παρνασσού, η Λιάκουρα και ο Γεροντόβραχος, κρύβουν μέσα στις γυμνές και ανεμοδαρμένες πτυχές τους, άπειρες ευκαιρίες για φωτογράφιση των τοπίων και της ζωής της αλπικής ζώνης. Δεκάδες ενδημικά ή σπάνια φυτά, όλα τα αλπικά στρουθιόμορφα, καλιακούδες και αετοί σας περιμένουν σταθερά στις κορυφές.
Άλλες κορυφές, όπως η Σιδηρόπορτα και ο Κούβελος, μπορούν να δώσουν πολύ ιδιαίτερες εικόνες, τόσο έμβιων όντων, όσο και τοπίων, αλλά απαιτούν αρκετό περπάτημα και μάλιστα σε μάλλον δύσβατο πεδίο.
Παράλληλα, ο φωτογράφος άγριας ζωής θα έχει την ευκαιρία να καταγράψει:
- Ζαρκάδια και αγριογούρουνα, κυρίως στις εσωτερικές λεκάνες, όπως τα Καλάνια και η Αργοστήλια
- Νυχτοπούλια, όπως κουκουβάγιες, χουχουριστές και μπούφους στην παρυφή του δασωμένου Δυτικού Παρνασσού με τα ανοιχτά τοπία των οροπεδίων και των πετρότοπων,
- Αλπικά πουλιά, όπως χιονοψάλτες, χιονόστρουθους και χιονάδες και πολλές Κιτρινοκαλιακούδες, στα αλπικά λιβάδια ανάμεσα στο Γεροντόβραχο και τη Λιάκουρα ή τα υψίπεδα ΒΑ της Λιάκουρας,
- Δρυοκολάπτες, όπως Μαύρο και Πράσινο δρυοκολάπτη, Λευκονώτη και Πευκοδρυοκολάπτη,
- Αρπακτικά του δάσους, όπως Ξεφτέρι και Διπλοσάινο, στο ελατόδασος αλλά κυρίως στην περίμετρό του,
- Πουλιά των κάθετων βράχων, όπως Τοιχοδρόμο και Πετρίτη, στη βάση των προσιτών ορθοπλαγιών όπς η Νερομάννα και ο Κούβελος,
- Πουλιά του δασοορίου, όπως Χειμωνόσπινους και Χιονοκότσυφες, στο αραιό ελατόδασος κάτω από την περιοχή Σαραντάρι.
Τέλος, ο φωτογράφος μάκρο θεμάτων μπορεί να περιπλανηθεί στις σχετικά ομαλές πλαγιές του Πηνεγιόπλαγου (δυτική πλευρά του Γεροντόβραχου), όπου θα βρεί πολλά σπάνια αγριολούλουδα, όπως:
- την ενδημική Paeonia parnassica, στις κρυφές πτυχές των δασωμένων βράχων του Ίταμου,
- τις σπάνιες αλπικές καμπανούλες, όπως την Campanula rupicola και την Campanula glomerata στις πλαγιές του Γεροντόβραχου,
- τέλος, ασυνήθιστα φυτά του δάσους, όπως το Arum alpinum.
3. Εθνικός Δρυμός Πάρνηθας
Ο πυρήνας και η περιφερειακή ζώνη του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας καλύπτουν το σύνολο του ορεινού τοπίου και των αντίστοιχων βιοτόπων της Πάρνηθας, δηλαδή την περιοχή που προσφέρεται για την καθεαυτό φωτογραφία φύσης. Παρόλη τη μεγάλη μείωση που υπέστη η δασοκάλυψη στην Πάρνηθα λόγω των πρόσφατων πυρκαγιών, και την αναμενόμενη συρρίκνωση των πληθυσμών των άγριων ζώων, το μεγάλο αττικό βουνό διατηρεί τον μεγαλύτερο πληθυσμό ελαφιών στην Ελλάδα και παράλληλα εξακολουθεί να προσελκύει θηλαστικά και πουλιά που είτε βρίσκονται σε φάση επέκτασης, όπως ο Λύκος και το Αγριογούρουνο, είτε αναζητούν κλιματικά καταφύγια. Κατά συνέπεια, τόσο ο φωτογράφος τοπίου όσο και ο φωτογράφος φύσης και μακροφωτογραφίας θα βρουν στην Πάρνηθα έναν πραγματικό θησαυρό θεμάτων, που συχνά προσεγγίζονται πολύ εύκολα.
Μερικά από τα βασικά θέματα τοπίου στον Εθνικό Δρυμό Πάρνηθας είναι:
- τα διάσπαρτα αρχαία φρούρια και φρυκτωρίες, όπως το Φρούριο της Φυλής, οι πύργοι στο Λημικό, το Πυργάρι, το Κατσιμίδι κλπ,
- οι μεγάλες ορθοπλαγιές, όπως το Φλαμπούρι και το Άρμα,
- οι μεγάλες χαράδρες, όπως της Θοδώρας και της Γκούρας,
- τα οροπέδια, όπως η Μόλα και το Ξερολίβαδο,
Το τοπίο που σπανίζει στην Πάρνηθα είναι το καθαρό σχήμα των κορυφών, καθότι οι κύριες κορυφές στέφονται από κάποιο στρατιωτικό ή άλλο κτίσμα. Οι μόνες ελεύθερες κορυφές με οξεία χαρακτηριστικά είναι το Φλαμπούρι και το Άρμα.
Ο φωτογράφος άγριας φύσης θα εστιάζει στα ιδιαίτερα στοιχεία της Πάρνηθας όπως:
- το εκτεταμένο ελατόδασος, που ειδικά το χειμώνα φιλοξενεί σπάνια είδη πουλιών του ορεινού δάσους - χιονοκότσυφες, κεδρότσιχλες, χοντρομύτες κλπ
- τα εσωτερικά οροπέδια, όπως το Ξερολίβαδο, που προσελκύουν πουλιά φρυγανικών αλλά και στεπωδών βιοτόπων, όπως το Φρυγανοτσίχλονο κλπ
- τα ορεινά λιβάδια, όπως η Μόλα και το Κεραμίδι, τα οποία το χειμώνα συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον των πουλιών των μεγάλων βουνών, που μετακινούνται σε αναζήτηση ηπιότερων κλιματικών συνθηκών - σταυρομύτες, κοκκινότσιχλες, πύρρουλες,
- τους απέραντους - μετά τις πυρκαγιές - πετρότοπους, που προσφέρουν κατάλληλους βιοτόπους σε πετροπέρδικες, ξεφτέρια, βραχοκιρκίνεζα, χουχουριστές κλπ.
5. Εθνικός Δρυμός Οίτης
Ο Εθνικός Δρυμός Οίτης βρίσκεται στην καρδιά της Ρούμελης και πλέον εντάσσεται σε μια ευρύτερη ομάδα προστατευόμενων περιοχών που περιλαμβάνουν την κοιλάδα και τις εκβολές του Σπερχειού και ένα μεγάλο τμήμα του Μαλιακού κόλπου.
Τα φωτογραφικά θέματα στον Εθνικό Δρυμό Οίτης, σε ότι αφορά στο τοπίο, είναι:
- οι ιδιαίτερες καταστάσεις στο ορεινό δάσος
- το μεγάλο αλπικό λιβάδι της Οίτης, οι Λιβαδιές,
- το τεράστιο σύστημα ρεματιών, βράχων, λόφων και λιβαδιών στην περιοχή Καταβόθρα,
- οι ορθοπλαγιές και τα φαράγγια της ανατολικής όψης, όπως το φαράγγι του Γοργοπόταμου,
- τα ορεινά ρέματα, όπως το Βαλόρεμα
- τα γραφικά χωριά.
Από τα 800 μέχρι τα 1800 μέτρα, η Οίτη είναι δασωμένη με ορεινά κωνοφόρα: στην συντριπτική πλειοψηφία Κεφαλονίτικο έλατο και τοπικά Μαυρόπευκο. Και τα δύο είδη φιλοξενούν μια πολύ ενδιαφέρουσα χλωρίδα και προσελκύουν μια πλούσια πανίδα πουλιών και θηλαστικών.
Ανάμεσα στα φυτά του ορεινού δάσους, αναμφίβολα τα πιο εντυπωσιακά είναι οι ορχιδέες: η χλωρίδα της Οίτης περιλαμβάνει τουλάχιστον 50 είδη ορχιδέας, όλα πολύ φωτογενή.
Οι Λιβαδιές είναι ένα σύστημα από διαδοχικά γυμνά οροπέδια ανάμεσα στο Γρεβενό και την Αλύκαινα, που στολίζονται με μικρές συστάδες ελάτων. Στη μέση του πλέγματος αυτού και ουσιαστικά στο χαμηλότερο σημείο του, περνά ο δρόμος Παύλιανης-Υπάτης. Στη θέση αυτή, δίπλα στο δρόμο, έχει δημιουργηθεί ένας μικρός χώρος ανάπαυσης με μια πετρόχτιστη κρήνη που λέγεται Βρύση Καλογέρου.
Οι Λιβαδιές φιλοξενούν δυο μόνιμες - και μερικές μικρές εποχικές - αλπικές λίμνες, μικρού βάθους και περιμέτρου, που ωστόσο προσθέτουν δυο ενδιαφέροντα στοιχεία στο τοπίο:
- έναν υδάτινο καθρέφτη, που μπορεί να αξιοποιηθεί για τη σκηνοθεσία ωραίων συνθέσεων, και
- μια αποικία αμφίβιων και ουροδελών, και πιο συγκεκριμένα μεγάλους πληθυσμούς από Κιτρινομπομπίνες (Bombina variegata) και Αλπικούς τρίτωνες (Ichthyosaura alpestris).
Πέραν των αμφιβίων, στης περίμετρο των λιβαδιών κυκλοφορούν αγριόγιδα και ζαρκάδια, από πάνω πετούν όλα τα πιθανά αρπακτικά της ορεινής Ρούμελης, η πηγή τρέφει πολλά ενδιαφέροντα λουλούδια της υποαλπικής ζώνης, ενώ στο λιβάδι πετούν πολλά είδη πεταλούδων. Η επιμονή που θα επιδείξει κανείς θα ανταμοιφθεί.
Η περιοχή Καταβόθρα οφείλει το όνομά της σε μια μεγάλη καταβόθρα, στην οποία κατεισδύουν τα νερά ενός κοίλου οροπεδίου. Ο ίδιος ο γεωλογικός σχηματισμός της καταβόθρας είναι εντυπωσιακός, οπτικά και ηχητικά, με τα νερά να χάνονται βουερά στο χάσμα της εισόδου.
Στα απέραντα λιβάδια, που αυλακώνονται από λαλίστατες ρεματιές, πετούν πολλά αρπακτικά του ορεινού δάσους και των ανοιχτών εκτάσεων, όπως ξεφτέρια, διπλοσάινα, δεντρογέρακα, βραχοκιρκίνεζα και πετρίτες. Πριν ανέβουν τα κοπάδια, στην περιοχή βόσκουν ζαρκάδια, ενώ ο Λύκος διατρέχει τα πλούσια λιβάδια σε αναζήτηση θηραμάτων.
Τα περισσότερα χωριά της Οίτης διατηρούν πολλά παραδοσιακά στοιχεία: πετρόχτιστα σπίτια, αγροικίες, νερόμυλους, πέτρινα γεφύρια, παλιά εικονοστάσια. Ο ερευνητικός φωτογράφος θα βρει δεκάδες αξιόλογα θέματα στα ορεινά χωριά, όπως η Παύλιανη, η Καστανιά, το Νεοχώρι και το Κουμαρίτσι, αλλά και στους οικισμούς του κάμπου, όπως η Υπάτη, του Φραντζή και άλλα.
Σε ότι αφορά στη φωτογραφία άγριας ζωής, στην Οίτη μπορούμε να φωτογραφίσουμε ζαρκάδια, αγριόγιδα και αγριογούρουνα, ενώ στα πουλιά κυριαρχούν θέματα όπως:
- οι δρυοκολάπτες: στην Οίτη θα βρούμε σημαντικούς πληθυσμούς από όλα τα είδη της νότιας Ελλάδας
- τα δασικά στρουθιόμορφα,
- τα αρπακτικά των ορεινών λιβαδιών, όπως ο Χρυσαετός και το Διπλοσάινο, αλλά και οι Μαυροπετρίτες στη φάση της φθινοπωρινής μετακίνησής τους.
Στα δάση της Οίτης ζουν επτά από τα 10 Ευρωπαϊκά είδη δρυοκολάπτη, δεν θα βρούμε δηλαδή τα είδη που ενδημούν στα δάση της Βόρειας Ελλάδας.
Στο ορεινό δάσος ζουν οι δυο μεγάλοι δρυοκολάπτες, ο Μαύρος και ο Πράσινος, δυο εντυπωσιακά πουλιά που δηλώνουν εκούσια την παρουσία τους με τις δυνατές ιαχές του και το διαπεραστικό τυμπάνισμα πάνω στους ξερούς κορμούς.
Τα δάση της Οίτης φιλοξενούν μια ποικίλη και πολυάριθμη πανίδα στρουθιόμορφων, με έντονη παρουσία των ειδών που αναζητούν δάση με ανοίγματα.
Το χειμώνα, ανάμεσα στα πιο ενδιαφέροντα είδη είναι οι κοκκινότσιχλες και οι κεδρότσιχλες, που εγκαθίστανται στα έλατα, συχνά στην περίμετρο των ορεινών χωριών, όπου τις προσελκύουν οι ξεχασμένοι πάνω στα οπωροφόρα δέντρα καρποί.
6. Εθνικό Πάρκο Χελμού-Βουραϊκού
Το Εθνικό Πάρκο Χελμού-Βουραϊκού καλύπτει, όπως δηλώνει και το όνομά του, δυο διακριτές, αν και γειτονικές, γεωγραφικές ενότητες: το ορεινό σύμπλεγμα του Χελμού και τη χαράδρα του Βουραϊκού.
Στο τοπίο του Χελμού κυριαρχούν:
- η Κοιλάδα της Στύγας, δηλαδή μια απόκρημνη ορεινή κοιλάδα λαξεμένη από παγετώνες και στολισμένη με το περίφημο Καταρράκτη της Στύγας, μια πτώση νερού ύψους 300 μ.
- η ορθοπλαγιά της Νεραϊδόραχης, δηλαδή η κάθετη ανατολική όψη της κορυφής Νεραϊδόραχη, που δεσπόζει της κοιλάδας του Κριού ποταμού,
- η παγετωνική ενότητα του Ξερόκαμπου, μια ιδιόμορφη τοπογραφικά λεκάνη που στο άνω τμήμα της έχει διαμορφωθεί από την παγετωνική δράση, ενώ στο κατώτερο από την καρστική διάλυση
- η πόλγη των Λουσών, μια τεράστια κλειστή λεκάνη, που αποφορτίζεται από καταβόθρες, τροφοδοτώντας τις πηγές του Πλανητέρου,
- το Σπήλαιο των Λιμνών, ένα μοναδικό υπόγειο σύστημα διαδοχικών λιμνών, που είναι επισκέψιμος,
- τα ιστορικά μοναστήρια, όπως η μονή Αγίας Λαύρας και η μονή Μεγάλου Σπηλαίου,
- τα ποτάμια συστήματα, όπως οι κοίτες και τα παρόχθια δάση των ποταμών Κριού και Βουραϊκού,
- η λίμνη Τσιβλού, μια πανέμορφη λίμνη κρυμένη μέσα στις ανατολικές πλαγιές του Χελμού,
- και τέλος, τα ιστορικά χωριά, όπως τα Σουδενά, η Ζαρούχλα και το Πλανητέρο, πλούσια σε τοπικές ιστορίες και μνημεία.
Το τοπίο του Βουραϊκού συντίθεται από:
- τη λεκάνη του άνω Βουραϊκού,
- την κοιλάδα του μέσου ρου, στην περιοχή της Ζαχλωρούς
- το καθεαυτό φαράγγι του Βουραϊκού, από τη Ζαχλωρού μέχρι το Διακοπτό
- τους σπηλαιώδεις σχηματισμούς,
- τα στοιχεία της σιδηροδρομικής σύνδεσης, δηλαδή τις γέφυρες, τις σήραγγες, την γραμμή του οδοντωτού και το ίδιο το τραίνο.
Σε ότι αφορά τη φωτογραφία άγριας ζωής, η περιοχή του εθνικού πάρκου προσφέρει ευκαιρίες:
- κάργιες, κοράκια, αγριοπερίστερα, βραχοχελίδονα, πετρίτες και άλλα πουλιά των βράχων στα τοιχώματα του φαραγγιού,, από τα Νάματα μέχρι τη Ζαχλωρού,
- νεροκότσυφες, σουσουράδες και ψευταϊδόνια στις όχθες του Βουραϊκού, κυρίως ανάμεσα στη Ζαχλωρού και τα Καλάβρυτα,
- αιγίθαλους και άλλες παπαδίτσες, φυλλοσκόπους, σπίζες και άλλα στις συστάδες φυλλοβόλων κατά μήκος των ποταμών
- γερακίνες και βραχοκιρκίνεζα και άλλα συνήθη αρπακτικά στις περιβάλλουσες αγροδασικές περιοχές
- δρυοκολάπτες, κυρίως Πράσινο στο ελατόδασος και Μεσαίο και Πευκοδρυοκολάπτη στις παραποτάμιες δενδροστοιχίες.
11. Εθνικό Πάρκο Δέλτα Αξιού-Λουδία-Αλιάκμονα και Αλυκής Κίτρους
Το Εθνικό Πάρκο Δέλτα Αξιού-Λουδία-Αλιάκμονα και Αλυκής Κίτρους περιλαμβάνει τη ζώνη των εκβολών των ποταμών Γαλλικού, Αξιού, Λουδία και Αλιάκμονα, καθώς και τις γειτονικές εκτάσεις της λιμνοθάλασσας Καλοχωρίου, του υγρότοπου της Νέας Αγαθούπολης και της λιμνοθάλασσας Αλυκής Κίτρους. Η περιοχή αυτή, που συνήθως αναφέρεται για συντομία ως ΓΑΛΑ, από τα αρχικά γράμματα των τεσσάρων ποταμών, είναι ένα από τα μεγαλύτερα υγροτοπικά συστήματα της Ευρώπης.
Αν και σε μεγάλο βαθμό συνεχόμενες, οι πιο πάνω επτά περιοχές έχουν διαφορετική φυσιογνωμία και περιλαμβάνουν διακριτά βιοτικά και αβιοτικά στοιχεία, προσφέροντας έτσι διαφορετικές ευκαιρίες στο φωτογράφο φύσης.
Σε ότι αφορά στη φωτογραφία τοπίου, το ΓΑΛΑ εναλλάσσει:
- άφθονες εικόνες υγροτόπων, δηλαδή εκτάσεις ρηχών νερών, όπου καθρεφτίζονται οι φιγούρες των παρυδάτιων και υδρόβιων πουλιών
- ιδιότυπες θαλασσογραφίες με κεντρικό θέμα συνήθως τους ψαράδες και φόντο είτε το άδειο πέλαγος, είτε το αστικό σκηνικό της Θεσσαλονίκης ή άλλων οικισμών της περιοχής,
- μεμονωμένα κτήρια ή συστοιχίες από εγκαταστάσεις ψαράδων, αλλού παραδοσιακές και αλλού σύγχρονες, που συμπληρώνται από ψαροκάϊκα και ψαράδες που κάνουν τελετουργικά τις αιώνιες κινήσεις τους
- αγροτικά τοπία, κυρίως εικόνες από γεωργικές εργασίες, όργωμα, σπορά, απαλοιφή των καλαμιών με τη φωτιά, πέρασμα των αγελάδων μέσα από λασπόβαλτους κλπ.
Αναμφίβολα, το ισχυρότερο φωτογραφικό στοιχείο του ΓΑΛΑ είναι τα πουλιά: ο φωτογράφος θα κατακλυσθεί από εκατοντάδες φοινικόπτερα, αναρίθμητους καλαμόκιρκους και γερακίνες, δεκάδες βαρβάρες και κιρκίρια, άφθονες αλκυόνες και διάσπαρτα γλαρόνια και βουτηχτάρια.
Πιο αναλυτικά, στο ΓΑΛΑ αξίζει να εστιάσει κανείς σε:
- τη λιμνοθάλασσα του Καλοχωρίου, πολύ εύκολα προσπελάσιμη και γεμάτη από μεγάλα υδρόβια που έχουν εξοικειωθεί με την ανθρώπινη παρουσία,
- τις εκβολές του Γαλλικού και τη ζώνη ανάμεσα στο Γαλλικό και τον Αξιό, μια τεράστια έκταση που συνδυάζει υγροτιπικά και πελαγικά στοιχεία,
- το δέλτα του Αξιού με τους απέραντους αλμυρόβαλτους,
- τον κάτω ρου και το δέλτα του Αλιάκμονα, όπου παρατάσσονται δεντροστοιχίες, γεωργικές εκτάσεις και απέραντοι αλμυρόβαλτοι και λασπότοποι,
- τον υγρότοπο της Νέας Αγαθούπολης, όπου το χειμώνα καταφεύγουν μεγάλοι πληθυσμοί από παπιά,
- και τέλος τη λιμνοθάλασσα Αλυκής Κίτρους και τους γειτονικούς υγρότοπους, που συμπληρώνουν το μεγάλο αυτό σύστημα.
Χάρη στα αξιόλογα φυσικά χαρακτηριστικά της, και παρόλη τη γειτνίαση με τον οικισμό και τη διαρκή κίνηση ανθρώπων και οχημάτων, η λιμνοθάλασσα Καλοχωρίου προσελκύει πολλά είδη πουλιών, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν τα φοινικόπτερα, οι κορμοράνοι, τα κιρκίρια, οι βαρβάρες, οι πρασινoκέφαλες πάπιες, οι φαλαρίδες, οι καλαμόκιρκοι και πολλά είδη γλάρων και γλαρονιών.
Στους υπήνεμους θύλακες γύρω από την εκβολή του Γαλλικού αφθονούν οι καστανοκέφαλοι γλάροι, οι κορμοράνοι, οι λαγγόνες, τα μαυροβουτηχτάρια, τα χειμωνογλάρονα, τα σκουφοβουτηχτάρια, οι φαλαρίδες και τα κιρκίρια. Στις λιθορριπές του αναχώματος, κάθε 100 μ. παραμονεύει και από μια Αλκυόνη, συνήθως πολύ ανεκτική απέναντι στο διακριτικό παρατηρητή.
Οι απέραντοι αρμυρόβαλτοι νότια της εκβολής του Γαλλικού είναι ιδιαίτερα κατάλληλοι για τον Καλαμόκιρκο, καθώς και για πολλά παρυδάτια (κυρίως ερωδιούς, αλλά και σκαλίδρες, τρίγγες κλπ). Στις κάπως πιο μόνιμες επιφάνειες νερού τρέφονται πολυάριθμες πάπιες (κυρίως κιρκίρια και βαρβάρες), αλλά και φαλαρίδες, μαυροβουτηχτάρια και νανοβουτηχτάρια και στους απέραντους αγκαθώνες των αναχωμάτων διαχειμάζουν χιλιάδες σπίνοι, φανέτα και τσιφτάδες.
Στη θαλάσσια περιοχή ανάμεσα στις εκβολές του Γαλλικού και του Αξιού, μαζί με τους επαγγελματίες αλιείς, ψαρεύουν επίσης αναρίθμητες λαγγόνες και κορμοράνοι, αρκετοί αργυροπελεκάνοι και τα πιο πελαγικά από τα βουτηχτάρια, δηλαδή τα σκουφοβουτηχτάρια και τα χειμωνοβουτηχτάρια. Συχνά οι αποστάσεις είναι μεγάλες, αλλά τα πουλιά είναι εξοικειωμένα με τους ανθρώπους και προσφέρουν πολλές ευκαιρίες.
Τέλος, κάθε αμμουδιά πάνω στην ακτογραμμή φιλοξενεί τους δικούς της πρασινοσκέληδες, τουρλίδες και αργυροπούλια.
Η μικρή εκβολή του Λουδία έχει μόνιμη και έντονη αλιευτική δραστηριότητα, συνθήκες που μπορεί να απωθούν κάποια είδη, αλλά οπωσδήποτε έχουν εξοικειώσει τα παρόντα πουλιά στην ανθρώπινη παρουσία. Έτσι εδώ μπορεί να φωτογραφίσει κανείς βαρβάρες, κύκνους, πελεκάνους, χουλιαρομύτες, βραχοκιρκίνεζα και γερακίνες από μικρή απόσταση.
Το δέλτα του Αλιάκμονα είναι δύσκολα προσεγγίσιμο οδικώς. Οι δρόμοι πάνω στα αναχώματα του τελευταίου τμήματος του ποταμού φέρουν υπέροχες δεντροστοιχίες από λεύκες, όπου θα βρούμε δρυοκολάπτες, στικταετούς και θαλασσαετούς. Ο τολμηρός φωτογράφος μπορεί να αφήσει το όχημά του στο τέλος του βατού δρόμου και να συνεχίσει με τα πόδια, όσο του επιτρέπουν οι συνθήκες.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι αγροτικές εκτάσεις, όπου αφθονούν τα ξεφτέρια, οι γερακίνες και οι καλαμόκιρκοι.
Στον υγρότοπο της Νέας Αγαθούπολης, χαρακτηριστικές παρουσίες είναι ο Αργυροπελεκάνος, ο Πορφυροτσικνιάς, η Χαλκόκοτα, η Βαρβάρα, ο Θαλασσοσφυριχτής, ο Καπακλής και η Πρασινοκέφαλη πάπια. Παράλληλα, ο υγρότοπος είναι γνωστός για τα πολυάριθμα κιρκίρια, γκισάρια, σφυριχτάρια, ψαλίδες, χουλιαρόπαπιες και άλλα είδη παπιών που φιλοξενεί το χειμώνα, ενώ οι σαρσέλες περνούν κατά τη μετανάστευση και η Βαλτόπαπια κάνει την εμφάνισή της το καλοκαίρι.
Φωτογραφικά, η Αλυκή Κίτρους και οι υγρότοποι του Κορινού προσφέρουν αρκετά διαφορετικές ευκαιρίες, τόσο λόγω της ευκολότερης προσέγγισης ορισμένων τύπων βιοτόπων, όσο και λόγω της κατά τόπους διαφορετικής βλάστησης. Πάντως, είναι γεγονός ότι στην περιοχή, μπορεί να να πλησιάσει και να φωτογραφίσει κανείς είδη, όπως τη Λευκοσκαλίδρα, το Νεροχελίδονο, το Νανόγλαρο, το Χειμωνόκιρκο ή τη Χαμωτίδα, που δεν τα εντοπίζει εύκολα στα αχανή δέλτα.