Φωτογραφίζοντας στην αλπική ζώνη
Φωτογραφία φύσης
Φωτογραφίζοντας στην αλπική ζώνη
Υπάρχει αλπική ζώνη στην Ελλάδα ;

Η αλπική λίμνη Γκιστόβα στα 2350 μ., Γράμμος
Πατήστε για μεγέθυνση
Η αλπική λίμνη Γκιστόβα στα 2350 μ., Γράμμος
Αν και φραστικά ο όρος "αλπική ζώνη" έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως για να επισημάνει την αισθητική, την κλιματική διαφοροποίηση, τη βλάστηση και τη χλωρίδα - μερικές φορές απλώς για να τονίσει τις τεχνικές δυσκολίες κίνησης - στην ανώτερη ζώνη των ελληνικών βουνών, στους επιστημονικούς κύκλους - βοτανικούς, ζωολόγους και κυρίως δασολόγους - η αναφορά στον όρο αυτόν γίνεται με πολύ προσοχή και συνήθως με εισαγωγικά, ως ένα είδος υπέρβασης, ενώ προτιμώνται άλλοι τεχνικοί όροι, όπως υποαλπικά λιβάδια, ψευδοστέππα, ανωδασική ζώνη κλπ.

Η ζώνη πάνω από το δασοόριο στον Παρνασσό
Πατήστε για μεγέθυνση
Η ζώνη πάνω από το δασοόριο στον Παρνασσό
Στο πλαίσιο ενός άρθρου για τη φωτογραφία, θα αποφύγουμε την προσπάθεια αμφισβήτησης ή κατοχύρωσης της λέξης "αλπικός" ως υπαγωγή σε κάποιο τύπο οικοσυστήματος και θα χρησιμοποιήσουμε τη λέξη για να αναφερθούμε στη ζώνη πάνω από το φυσικό δασοόριο, δηλαδή από τα περίπου 1800 μ. όπου σταματούν τα δυο κύρια κωνοφόρα της χώρας, το Έλατο και το Μαυρόπευκο, και μέχρι τα 2918 του Μύτικα. Η ζώνη αυτή, αλλού ευρύτερη, λόγω της ταπείνωσης του άνω ορίου του ελάτου και αλλού στενότερη, λόγω του χαμηλότερου υψομέτρου της κορυφής, συναντάται σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα: ξεκινά από την Πελοπόννησο ως μια στενή ζώνη γύρω από τις κορυφές των τεσσάρων μεγάλων βουνών (Ταΰγετος, Ζήρεια, Χελμός, Ερύμανθος), απλώνεται στην Πίνδου (νοούμενη με την ευρύτερη έννοιά της, από το Γράμμο μέχρι τον Παρνασσό) και γίνεται σαφέστερη και πιο πειστική στον Όλυμπο. Στα τρια μεγάλα κρητικά βουνά, η ζώνη πάνω από τα 2000 μ. αναφέρεται ως "ορεινή έρημος", ένας όρος που ταιριάζει καλύτερα στις κλιματικές συνθήκες και το τοπίο.

Τα αλπικά λιβάδια στη Μπάρα του Ολύμπου.
Στο κέντρο η κορυφή Άγιος Αντώνιος (2815 μ.)
Πατήστε για μεγέθυνση
Τα αλπικά λιβάδια στη Μπάρα του Ολύμπου. Στο κέντρο η κορυφή Άγιος Αντώνιος (2815 μ.)
Το γεγονός ότι το Ρομπολο και μερικά Μαλόκεδρα επιβιώνουν μέχρι τα 2200 μ. δείχνει ότι οι θερινές συνθήκες στη ζώνη αυτή δεν είναι ίδιες με αυτές των εντελώς άδεντρων αλπικών συγκροτημάτων. Το χειμώνα ωστόσο, το ελληνικό βουνό εκπλήσσει με τη σκληρότητα των συνθηκών και κυρίως με τη χρονική διάρκεια της χιονοκάλυψης και των αρνητικών θερμοκρασιών.

Το οροπέδιο Βαθιά Λάκκα και η Πυραμίδα, ψηλότερη κορυφή της Γκιώνας
Πατήστε για μεγέθυνση
Το οροπέδιο Βαθιά Λάκκα και η Πυραμίδα, ψηλότερη κορυφή της Γκιώνας
Ο φυσιοδίφης και ο φωτογράφος φύσης, που ξέρουν καλά ότι αυτή η αντίστιξη ενός φιλικού, κατάστικτου από ευτραφείς αγελάδες καλοκαιρινού βουνού με ένα εχθρικό, απροσπέλαστο και άδειο από ζωή ορεινό τοπίο είναι το κύριο χαρακτηριστικό του ελληνικών οροσειρών, ενδιαφέρονται κυρίως να προσεγγίσουν, προφανώς μέσα από μια παλέτα ερμηνευτικών εργαλείων, το αποτέλεσμα των αλλαγών αυτών πάνω στο τοπίο και τους οργανισμούς. Και καθότι η έφηβη ελληνική φωτογραφία φύσης ολοκληρώνει την πορεία της πάνω στον ετήσιο κύκλο στους υγροτόπους και την πεδινή ζώνη και ξεκινά να ανιχνεύει τα βουνά, είναι σημαντικό να δούμε ποιοί είναι οι όροι της φωτογραφίας άγριας ζωής στις περιοχές πάνω από τα 2000 μ., κυρίως σε ότι αφορά στα θηλαστικά και τα πουλιά που ζουν μόνιμα στις αντίξοοες συνθήκες της ζώνης αυτής ή ανεβαίνουν το καλοκαίρι.
Βλάστηση & χλωρίδα

Μαλόκεδρο (Juniperus foetidissima), το πιο διαδεδομένο κέδρο πάνω από το δασοόριο

Δυο χαρακτηριστικά θαμνάκια των αλπικών πλαγιών
Αριστερά ο μαξιλαρόμορφος Astragalus angustifolius, δεξιά το έρπον Prunus prostrata

Δυο χαρακτηριστικά θαμνάκια των αλπικών πλαγιών
Αριστερά η Drypis spinosa, δεξιά η Daphne oleoides
Η χλωρίδα της ελληνικής αλπικής ζώνης περιλαμβάνει τα πιο ενδιαφέροντα, από αισθητικής και επιστημονικής πλευράς, φυτά της χώρας. Τα περισσότερα είδη είναι βαλκανικής κατανομής, αν και συναντάμε και κεντροευρωπαϊκά και των βόρειων περιοχών.

Αλπική χλωρίδα της Γκιώνας, υψόμετρο 2200 μ.
Αριστερά το ευρείας εξάπλωσης Sempervivum marmoreum,
δεξιά η στενοενδημική Potentilla kionaea
Σχεδόν όλα τα φυτά της αλπικής ζώνης ανήκουν σε γένη με ευρύτερη κατανομή, των οποίων πολύ περισσότερα είδη βρίσκονται στο ορεινό δάσος ή τους βραχώνες και τους πετρότοπους μέσου υψομέτρου. Σε σχέση με τα χαμηλότερου υψομέτρου ξαδέρφια τους, τα αλπικά είδη έχουν ορισμένες, περισσότερο ή λιγότερο έντονες, προσαρμογές για την επιβίωση στις συνθήκες του μεγάλου υψομέτρου.

Αλπική χλωρίδα του Χελμού, υψόμετρο 2100 μ.
Αριστερά το ενδημικό Solenanthus stamineus,
δεξιά το αλπικό Aster alpinus subsp. cylleneus
Αν και όλα τα μεγάλα βουνά κρύβουν πολύ ενδιαφέροντα φυτά στον πλούτο της χλωρίδας τους, ο απόλυτος αριθμός των αλπικών φυτών μειώνεται, όπως θα περίμενε κανείς, από βορρά προς νότο, δηλαδή όσο αυξάνει η απόσταση από τα κεντροευρωπαϊκά και βαλκανικά κέντρα. Αντίθετα, το ποσοστό των στενοενδημικών ειδών αυξάνει στα απομονωμένα νότια βουνά (πχ. το 35% των φυτών της Κρήτης δεν συναντώνται εκτός του νησιού).

Η κρυστάλλινη ομορφιά του Omphalodes luciliae στολίζει λίγες, δυσεύρετες θέσεις στην ανώτερη ζώνη του Χελμού, της Ζήρειας, του Παρνασσού, της Γκιώνας, των Βαρδουσίων, του Ολύμπου και μερικών ακόμα βουνών της Βόρειας Ελλάδας
Οι κύριες περιοχές όπου θα βρούμε ιδιαίτερα είδη στην ανώτερη ζώνη είναι τα μεγάλα βουνά της Πελοποννήσου (Ταΰγετος, Πάρνων, Μαίναλο, Ζήρεια, Ερύμανθος), τα βουνά της Στερεάς Ελάδας (Παρνασσός, Οίτη, Γκιώνα, Βαρδούσια), η οροσειρά της Πίνδου (Βελούχι, Βουτσικάκι, Περιστέρι, Μαυροβούνι, Τύμφη, Σμόλικας, Γράμμος), και από τα μεμονωμένα βουνά ο Κίσαβος, το Βέρμιο, ο Βούρινος, ο Άθως, το Μπέλλες, τα όρη Βροντούς και το Φαλακρό. Εξέχον μέλος της ομάδας είναι ο μυθικός Όλυμπος, από μόνος του ένα ολόκληρο πεδίο βοτανικής και φωτογραφικής εξερεύνησης. Τέλος, τα μη-ασβεστολιθικά βουνά των συνόρων (όπως ο Βαρνούντας, το Καϊμακτσαλάν, η Ροδόπη και ο Γράμμος) συνιστούν το νοτιότερο όριο εξάπλωσης αρκετών αλπικών ειδών, τα περισσότερα από τα οποία είναι πολύ ενδιαφέροντα φωτογραφικά. Συμπληρωματικά, τα τρια μεγάλα κρητικά βουνά είναι γεμάτα με παμπάλαια γενετικά πειράματα της φύσης, που σήμερα έχουν εξελιχθεί σε νέα είδη και υποείδη, ακόμα και γένη.

Αλπική χλωρίδα του Ολύμπου, κορυφή Χριστάκης, 2200 μ.
Αριστερά η Saxifraga scardica,
δεξιά το Sempervivum heuffelii
Στο βαθμό που για τη φωτογράφιση των σπάνιων αυτών φυτών πρέπει να προηγηθεί η αναγνώριση του είδους ή τουλάχιστον του γένους ή της ομάδας, ο ενήμερος φωτογράφος θα αναζητήσει για τον τόπο που επισκέπεται ακριβείς πληροφορίες για τα είδη που έχουν ήδη εντοπιστεί εκεί, στο πλαίσιο διδακτορικών, μελετών ή άλλων έγκυρων δημοσιεύσεων. Ειδικά στα διδακτορικά αναφέρεται συνήθως το τοπωνύμιο ή ο τύπος βιοτόπου όπου καταγράφηκε το κάθε είδος, μια πληροφορία που μαζί με την ενημέρωση για την περίοδο άνθισης και μια καλή φωτογραφία από κάποιον από τους έγκυρους ιστοτόπους χλωρίδας μπορεί να μας βοηθήσει καθοριστικά στον εντοπισμό του φυτού. Αν υπάρχει αμφιβολία για την ταύτιση του φυτού, βγάζουμε φωτογραφίες του άνθους, των φύλλων των βλαστών και των φύλλων βάσης και απευθυνόμαστε σε κάποιο από τα φόρουμ κοινωνικής δικτύωσης για φυτά - ακόμα καλύτερα σε ένα φόρουμ σχετικό με τη συγκεκριμένη περιοχή, πχ. για φυτά της Κεφαλονιάς είναι προτιμότερο να απευθυνθούμε σε ένα φόρουμ με αντικείμενο τη χλωρίδα ή άγρια φύση των Ιονίων νήσων. Αποφεύγουμε να αναγνωρίζουμε ένα φυτό της ανώτερης ζώνης των ελληνικών βουνών με τη βοήθεια των μηχανών αναγνώρισης, όπως τα PlantNet, PictureThis, Google Lens κλπ, γιατί οι αλγόριθμοι ανάλυσης της εικόνας βασίζονται σε είδη ευρείας εξάπλωσης και είναι πολύ πιθανόν να μας οδηγήσουν σε είδη του χαμηλού υψομέτρου ή απλά να συσκοτίσουν την αναζήτησή μας.
Τα θηλαστικά των κορυφών
Τα πιο εντυπωσιακά ζώα που θα δούμε στην ανώτερη ζώνη των βουνών μας είναι αναμφίβολα τα θηλαστικά που ζουν ή πάνω από το δασοόριο ή περνούν από εδώ στις μετακινήσεις τους.

Αγριόγιδα (Rupicapra rupicapra), στα 2200 μ, Γκαμήλα, Τύμφη
Τα θηλαστικά της Ελλάδας που έχουν πραγματικές προσαρμογές για την επιβίωση στο μεγάλο υψόμετρο είναι ουσιαστικά μόλις δύο: το Αγριόγιδο και ο Χιονοπόντικας. Το Αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra) είναι ένα πραγματικά αλπικό οπληφόρο, με πολλές βιολογικές προσαρμογές για τη ζωή στο χιόνι και το απόκρημνο βραχώδες πεδίο. Στα όρια της εξαφάνισης πριν λίγες δεκαετίες αν και προστατευόμενο είδος, το Αγριόγιδο τέθηκε υπό την άτυπη φροντίδα των ορειβατών και φυσιολατρών και έχει πλέον αναπτύξει βιώσιμους πληθυσμούς σε μια δεκάδα μεγάλα βουνά, όπως ο Όλυμπος, η Τύμφη, η Γκιώνα, τα Βαρδούσια, η Ροδόπη κα. Εξαιρετικά καχύποπτο και δυσπρόσιτο παλιότερα, το πανέμορφο και ημερόβιο αυτό ζώο, ανέχεται πλέον την ανθρώπινη παρουσία και είναι ένα από τα αγαπημένα φωτογραφικά θέματα των επισκεπτών του Οροπεδίου των Μουσών στον Όλυμπο και των κορυφών της Τύμφης.

Χιονοπόντικας (Chionomys nivalis), στα 2507, Πυραμίδα, Γκιώνα
Αντίθετα, ο Χιονοπόντικας (Chionomys nivalis) ήταν και παραμένει ένας ελάχιστα γνωστός κάτοικος των κορυφών, όπου ζει κάτω από λιθοσωρούς. Εϊναι περίπου αδύνατον να τον δει κανείς, καθότι έχει περιορισμένη ημερήσια δραστηριότητα και το χειμώνα πέφτει σε αδράνεια. Ο σκληροτράχηλος αυτός ποντικός ζει σε όλα τα μεγάλα βουνά της κεντρικής και βόρειας χώρας, αλλά και στη Δίρφυ, όπου θα μπορούσε να τον ψάξει κανείς στις δολίνες της κορυφής.

Άλογο μπροστά από την πυραμίδα του Σκολιού (2905 μ.) στον Όλυμπο
Πατήστε για μεγέθυνση
Άλογο μπροστά από την πυραμίδα του Σκολιού (2905 μ.) στον Όλυμπο
Τα τελευταία χρόνια, στα μεγάλα βουνά θα δούμε να περιπλανώνται μικρά ή μεγαλύτερα κοπάδια αλόγων, στα οποία μερικές φορές περιλαμβάνονται και λίγα μουλάρια. Αν και η ιδέα των "άγριων" αλόγων είναι αρεστή δημιογραφικά, πρόκειται απλά για ζώα που είτε έχουν αφεθεί να περάσουν ένα μέρος της χρονιάς ελεύθερα, είτε έχουν εγκαταληφθεί επειδή το κόστος συντήρησης δεν καλύπτεται από το όφελος χρήσης. Τα ζώα αυτά, που το καλοκαίρι κυκλοφορούν (και αναπαράγονται) στην ανώτερη ζώνη του Ολύμπου, της Γκαμήλας και άλλων βουνών, δεν αποτελούν μέρος της αυτόχθονης πανίδας και δεν είναι φυσικά άγρια - αν και μπορούν να γίνουν επιθετικά. Με το πρώτο χιόνι κατεβαίνουν χαμηλά, έως και μέσα στα χωριά από όπου εκκίνησαν.
Τέλος, ένα ζώο που μπορεί να δούμε στην ανώτερη ζώνη των κρητικών βουνών είναι το Αγριοκάτσικο (Capra aegagrus subsp. cretensis). Είδος που βιολογικά έχει κοινή καταγωγή με την ήμερη γίδα, ζει σήμερα αποκλειστικά στο Φαράγγι της Σαμαριάς και αν και είναι απόλυτα ικανό να επιβιώσει στα κορφοβούνια των Λευκών Ορέων, τα οποία άλλοτε δρασκέλιζε, σήμερα προτιμά την αγκαλιά του Εθνικού Δρυμού Σαμαριάς και μόνο περιστασιακά ανηφορίζει προς το Λινοσέλι του Γκίγκιλου ή τα Ποριά.

Ντορός Αρκούδας (Ursus arctos) στα 2300 μ., Κίτρος, Όλυμπος
Τα μεγάλα ζώα που δρασκελίζουν την αλπική ζώνη μεταβαίνοντας από τη μια κοιλάδα στη γειτονική της είναι επίσης δύο: ο Λύκος και η Αρκούδα. Σποραδικά βλέπουμε φωτογραφίες των ζώων αυτών καθώς διασχίζουν τα αλπικά λιβάδια, αλλά είναι πολύ πιο πιθανό να δούμε τους ντορούς τους, κυρίως στο χιόνι. Ο Λύκος, μικρότερος και καλύτερα εξοπλισμένος για ένα γρήγορο διασκελισμό, χρησιμοποιεί πολύ πιο συχνά τα ψηλά διάσελα, συνήθως σε μικρές ομάδες, που περιδιαβαίνουν το χώρο ψάχνοντας για κάποιο ξεχασμένο λαγό. Η Αρκούδα, πάντα μοναχική και βιαστική, απλά διέρχεται.
Αρπακτικά και στρουθιόμορφα
Τα ορεινά λιβάδια φιλοξένησαν από πολύ παλιά μεγάλα κοπάδια κτηνοτροφικών ζώων, που με τη σειρά τους προσέλκυσαν τους μεγάλους αετούς και τους γύπες. Μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, ως περιοχή με μεγάλη βοσκοϊκανότητα και ελάχιστη κατοίκηση, τα λιβάδια πάνω από τα 1500 μ. αποτελούσαν ένα από τα προτιμώμενα πεδία της πανίδα μεγάλων αρπακτικών της Βαλκανικής.
Εκείνες τις εποχές, στις κορυφές και τις ράχες κυριαρχούσε ο Χρυσαετός (Aquila chrysaetos), ενώ στα λιβάδια γυροπετούσαν οι τρεις μεγάλοι γύπες, δηλαδή το Όρνιο (Gyps fulvus), ο Μαυρόγυπας (Aegypius monachus) και ο Γυπαετός (Gypaetus barbatus) και λίγο πιο χαμηλά ο μικρότερος Ασπροπάρης (Neophron percnopterus), πουλιά που σχετίζονται στενά με την πρωτόγονη κτηνοτροφία των αλπικών λιβαδιών.
Σήμερα, μετά την εγκατάλειψη της ημινομαδικής κτηνοτροφίας, οι πληθυσμοί των γυπών έχουν μειωθεί δραματικά: το Όρνιο διατηρεί σημαντικές αποικίες στην Κρήτη, έναν πραγματικά άλλο κόσμο όπου η κτηνοτροφία μικρών ζώων παραμένει θαλερή, σε μια ή δυο θέσεις στην Κεντρική Ελλάδα και μια θέση στη Θράκη, όπου συναγελάζεται με τον μοναδικό ελληνικό πληθυσμό Μαυρόγυπα. Ο Γυπαετός ζει πλέον μόνο στην Κρήτη, όπου και εξακολουθεί να περιπλανάται στα μεγάλα βουνά. Τα ελάχιστα ζευγάρια Ασπροπάρη που δίνουν ακόμα το στίγμα του είδους εντοπίζονται πλέον στην ημιορεινή ζώνη.

Χρυσαετός (Aquila chrysaetos), Γράμμος
Φωτο: Κύριλλος Σαμαράς
Πατήστε για μεγέθυνση
Χρυσαετός (Aquila chrysaetos). Φωτο: Κύριλλος Σαμαράς
Ο Χρυσαετός, αντίστοιχα, παραμένει στην Κρήτη και την ηπειρωτική Ελλάδα (χάθηκε όμως από την Πελοπόννησο). Στις σχετικά άδειες αλπικές επικράτειες εμφανίζονται σποραδικά οι μικρότεροι αετοί που κυνηγούν ενεργητικά τα θηράματα των λιβαδιών και κυρίως ο Φιδαετός, καλοκαιρινός επισκέπτης που ανεβαίνει πολύ συχνά πάνω από το δασοόριο, χωρίς ωστόσο να επιμένει στα αλπικά λιβάδια, όπου τα είδη των φιδιών συνοψίζονται σε ... δύο.

Γερακίνα (Buteo buteo) στα 2000 μ., Γεροντόβραχος, Παρνασσός
Εκτός των αετών, ένας τακτικός επισκέπτης της ζώνης πάνω από το δασοόριο είναι και η κοινή Γερακίνα (Buteo buteo), κυνηγός ευρέως φάσματος και παντός εδάφους. Το πέρασμά της είναι πάντως σύντομο, γιατί το βλέμμα της είναι προσηλωμένο στα χαμηλότερα υψόμετρα.
Ο έμπειρος φωτογράφος άγριας ζωής ξέρει ότι η αλπική ζώνη εμφανίζει δυο πολύ διαφορετικά, αν και εξίσου ενδιαφέροντα, πρόσωπα: το ευχάριστο, φιλικό, με λίγα τεχνικά προβλήματα καλοκαιρινό τοπίο, όπου το βουνό είναι γεμάτο ζωή από την παρουσία των αποδημητικών, και το δύσκολο χειμερινό στάδιο, όπου το ψηλό βουνό είναι πρακτικά άδειο, καθώς τα λίγα επιδημητικά είδη δεν επαρκούν για να γεμίσουν το χώρο και οι λιγοστοί χειμερινοί επισκέπτες μένουν στο ορεινό δάσος.

Πυρροκοτσυφας (Monticola saxatilis), 2100 μ., Βαθιά Λάκκα, Γκιώνα
Σε ότι αφορά στα στρουθιόμορφα, πρόκειται για είδη που, αν και δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη βιολογική προσαρμογή στις αλπικές συνθήκες, προτιμούν τις ζώνες μεγάλου υψομέτρου κυρίως γιατί εκεί συναντούν λιγότερο ανταγωνισμό από τα ξαδέρφια τους του ίδιου γένους ή της ίδιας οικογένειας. Τα περισσότερα από αυτά τα είδη έχουν αναπτύξει κάποιες ειδικές συμπεριφορές που τα βοηθούν να αξιοποιήσουν τους ελάχιστους αλλά υπαρκτούς πόρους του ψηλού βουνού, ακόμα και του χιονιού. Έτσι, εδώ πάνω, κοντά ή και μέσα στο χιόνι, στο αφόρητο κρύο και τον ασταμάτητο άνεμο, θα δούμε είδη που ανήκουν στα κορακοειδή, τα τσιχλόνια, τις τσίχλες, τις σπίζες και τους κορυδαλλούς, να αναζητούν τροφή και καταφύγιο στις αόρατες ευκαιρίες που πάντα προσφέρει η φύση, ακόμα και στην πιο αυστηρή στιγμή της.

Κιτρινοκαλιακούδα (Pyrrhocorax graculus), 2100 μ., Φτερόλακκα, Παρνασσός
Πατήστε για μεγέθυνση
Κιτρινοκαλιακούδα (Pyrrhocorax graculus)
Πάνω στις ράχες, τα πιο εμφανή είδη είναι οι καλιακούδες, που πετούν σε ομάδες, άφοβες απέναντι στον άνθρωπο, μετακινούμενες από τις ορθοπλαγιές ή τα βάραθρα, όπου φωλιάζουν ή κουρνιάζουν, στα λιβάδια, όπου βόσκουν - κυριολεκτικά - μισοκρυμμένες μέσα στις πόες ψάχνοντας για έντομα, μαλάκια και σπόρους. Το πιο εξαπλωμένο και πολυπληθές είδος είναι η Κιτρινοκαλιακούδα (Pyrrhocorax graculus): θα τη συναντήσουμε σε όλα τα μεγάλα βουνά, συνήθως σε ομάδες από 30 έως και 100 πουλιά που κινούνται όλα μαζί, σαν μαύρο σύννεφο, ενώ σποραδικά θα δούμε και μερικά μεμονωμένα ζευγάρια - σχεδόν ποτέ ένα άτομο. Στην Κρήτη και τα πολύ μεγάλα βουνά της ηπειρωτικής χώρας (Όλμπος, Γκαμήλα), ανάμεσα στις Κιτρινοκαλιακούδες γλυστρούν και μερικές Κοκκινοκαλιακούδες (Pyrrhocorax pyrrhocorax), δηλαδή η σπάνια ξαδέρφη τους, ένα εντυπωσιακό αλπικό πουλί με πυρροκόκκινο ράμφος.

Κοκκινοκαλιακούδα (Pyrrhocorax pyrrhocorax), Οροπέδιο Νίδα, Ψηλορείτης
Οι οξείες κραυγές από τις καλιακούδες κυριαχούν στο πεδίο και είναι πολύ εύκολο να τις εντοπίσουμε. Πολύ συχνά - σχεδόν πάντα - κάποια πουλιά ξεκόβουν από το κοπάδι και έρχονται να χαιρετίσουν το φωτογράφο. Η πτήση τους είναι στρωτή και καθώς πρόκειται για ευμεγέθη πουλιά, είναι εύκολο να πάρουμε πολλά, πολύ κοντινά πλάνα, με ταχύτητες από 1/1500 έως 1/2500.
Στις κορυφογραμμές, όλο το χρόνο, αλλά κυρίως τις εποχές που απλώνονται και συρρικνώνονται τα χιόνια, δηλαδή στα στις αρχές του Χειμώνα και στις πρώτες βδομάδες του Καλοκαιριού, θα δούμε τρια είδη ασυνήθιστων στρουθιόμορφων, εξοικειωμένα με τις καιρικές συνθήκες και τους πόρους του μεγάλου υψομέτρου: το Χιονόστρουθο (Montifringilla nivalis), τη Χιονάδα (Eremophila alpestris) και το Χιονοψάλτη (Prunella collaris). Φυσικά, ακόμα και αυτή ηρωική "τριάδα του χιονιού" δεν μπορεί να επιβιώσει όταν η γη στρωθεί πλήρως με χιόνι και έτσι μέσα στο καταχείμωνο σκορπάνε χαμηλότερα και χάνονται μέσα στις ομίχλες της ημιορεινής ζώνης, σαν κυνηγημένοι μετανάστες. Μόλις μπει η Άνοιξη όμως, θα να γυρίσουν στα ανεμοδαρμένα λημέρια τους.
Από τα τρία αυτά είδη, το πιο συνεργάσιμο φωτογραφικά είναι ο Χιονοψάλτης, φτάνοντας μέχρι και να κυκλοφορεί ανάμεσα στα πόδια των ορειβατών στον ελάχιστο χώρο της κορυφής του Μύτικα, συλλέγοντας τα ψίχουλα από τις μπάρες δημητριακών ! Το καλοκαίρι τον βρίσκουμε στις σάρες πάνω από τα 2000 μ., ενώ το χειμώνα κατεβαίνει πολύ χαμηλά, συνήθως σε βραχώδεις ζώνες, όπως τα Μετέωρα, όπου επίσης παρασιτεί στα υπολείμματα των πικ-νικ.

Χιονόστρουθος (Montifringilla nivalis), Μέγας Κάμπος, Βαρδούσια
Ο Χιονόστρουθος ζει σε μικρές ομάδες, σε χλοερά λιβάδια με διάσπαρτα βράχια ή και ορθοπλαγιές, συχνά πάνω από τα 2300 μ. Πλησιάζεται δύσκολα, εκτός των περιπτώσεων που τρέφεται από υπολείμματα των καταφυγίων, όπως στον Όλυμπο και την Αστράκα, όπου είναι πολύ φιλικός.

Χιονάδα (Eremophila alpestris), Γράμμος
Φωτο: Κύριλλος Σαμαράς
Ακόμα πιο δύσκολη είναι η Χιονάδα, που κυκλοφορεί σε ζευγάρια, χαμένη μέσα στις ψηλές πόες των λιβαδιών πάνω από 1800 μ. Την άνοιξη θα τη δούμε να μαζεύει τα παγιδευμένα στις χιονούρες έντομα, ακολουθώντας υψομετρικά το μέτωπο του χιονιού που λιώνει. Το χειμώνα κατεβαίνει και αυτή χαμηλά και διασπείρεται σε υγρότοπους, ακτές και χωράφια. Αξίζει να σκεφτεί κανείς ένα καλό στρατήγημα για να την φωτογραφίσει: είναι ο πιο σπάνιος, αλλά και ο πιο όμορφος κορυδαλλός της χώρας.

Χρυσοτσίχλονο (Emberiza citrinella), Γράμμος
Φωτο: Κύριλλος Σαμαράς
Αναμφισβήτητα, η πιο χαρούμενη εποχή της αλπικής ζώνης είναι το Καλοκαίρι, οπόταν πολλά νέα είδη έρχονται από την Αφρική ή τα χαμηλότερα υψόμετρα να ξεκαλοκαιριάσουν στα πλούσια λιβάδια. Πάνω από το δασοόριο και συχνά κοντά στις στάνες μαζεύονται μεγάλες ομάδες από πανέμορφα Χρυσοτσίχλονα (Emberiza citrinella). Αρχικά τα βρίσκουμε μαζί με μια σειρά άλλα στρουθιόμορφα, κοντά σε στάνες και πλούσια εδάφη.

Τοιχοδρόμος (Tichodroma muraria), Γράμμος
Φωτο: Κύριλλος Σαμαράς
Μια σειρά άλλα στρουθιόμορφα, είτε επιδημητικά, όπως ο Καρβουνιάρης και το Φανέτο, είτε αποδημητικά, όπως ο Σταχτοπετρόκλης, ο Φοινίκουρος και η Σταρήθρα, μπαίνουν στις αρχές του καλοκαιριού στο χώρο του βουνού και θα απλωθούν σταδιακά προς τις κορυφές. Το Φανέτο και ο Σταχτοπετρόκλης κυριαρχούν στα 1500-1800 μ., ωστόσο μπορούν να ανέβουν μέχρι και τα 2200-2300 μ. Και τα δυο είδη είναι πολυάριθμα, με τους σταχτοπετρόκληδες να κινούνται σε ζευγάρια σε μια σαφώς οριοθετημένη περιοχή - οπότε είναι εφικτό να εντοπίσουμε ένα από τα καλά σημεία εποπτείας τους και να κάνουμε πολύ κοντινά κάδρα -, ενώ τα φανέτα κινούνται σε μκρές ομάδες, με πιο απρόβλεπτο προτυπο. Οπωσδήποτε, όπως και για όλα τα είδη σε όλες τις υψομετρικές ζώνες, το νερό είναι ο τόπος που θα πλησιάσουμε πιο εύκολα τα μικροπούλια, καθώς θα πλησιάσουν αναπόδραστα για να δοσιστούν.

Φανέτο (Linaria cannabina), 2000 μ., Τύμφη
Ένας από τους πιο εντυπωσιακούς θερινούς επισκέπτες των αλπικών πετρολίβαδων είναι ο Πυρροκότσυφας. Το πανέμορφο αυτό είδος περνά αρχικά από το μέσο βουνό για να προωθηθεί σταδιακά στη ζώνη πάνω από τα 2000 μ., όπου αν και διατηρεί ευρεία εξάπλωση σε όλη την ηπειρωτική χώρα, έχει πολύ αραιούς πληθυσμούς, συχνά 2-3 ζευγάρια σε μια μεγάλη λεκάνη όπως η Φτερόλακκα του Παρνασσού ή η Βαθιά Λάκκα της Γκιώνας. Έχει μέτρια ανοχή στον άνθρωπο, αλλά ευτυχώς στέκεται σε περίοπτα σημεία εποπτείας.

Σταχτοπετρόκλης (Oenanthe oenanthe), 2300 μ., Λάκκα Χριστάκη, Όλυμπος
Το καλοκαίρι, αρκετά είδη στρουθιόμορφων ανεβαίνουν πολύ ψηλότερα από το δασοόριο. Παρόλο το δασικό χαρακτήρα που υπονοεί το όνομά της, η Δεντροσταρήθρα αφήνει το ορεινό δάσος την άνοιξη και σταδιακά φτάνει πάνω από τα 1800 μ., όπου και αναπαράγεται. Στα λιβάδια αυτά συναντά την Νεροκελάδα, τη Σταρήθρα και μερικές φορές και τη Μικρογαλιάντρα.

Δεντροσταρήθρα (Lullula arborea), 1900 μ, Μαυροβούνι, Βάλια Κάλντα
Στα κάθετα τοιχώματα των ασβεστολιθικών βράχων θα δούμε τον εντυπωσιακό Τοιχοδρόμο (ή Σβαρνίστρα, Tichodroma muraria), ένα μοναδικό πουλί με άλικα χρώματα που πετά ανάλαφρα σαν πεταλούδα από νεροσυρμή σε αρνητικό, για να μαζέψει τα αόρατα έντομα που απομυζούν τα συστατικά που κατεβάζουν τα νερά των νεροσυρμών. Σημειώστε ότι ο Τοιχοδρόμος κατεβαίνει χαμηλά το χειμώνα (ακόμα και κάτω από τα 500 μ.), προτιμώντας ορθοπλαγιές νότιας έκθεσης. Σε ότι αφορά τη φωτογράφιση, πρόκειται για ένα πουλί που δεν φοβάται τον άνθρωπο και μπορεί να πλησιάσει πολύ το φωτογράφο, έως και από πάνω του, ανοίγοντας τα υπέροχα φτερά του. Μπορεί, ωστόσο, να σταθεί σε απόσταση, κολλημένος σε ένα κάθετο βράχο και να παρακολουθεί ήρεμα τον παρείσακτο, ξέροντας ότι στον κάθετο κόσμο του δεν μπορεί να εισχωρήσει κανείς.
Οι πεταλούδες

Ο μοναδικός Parnassius apollo στην κορυφή Πύργος, Οίτη, 2100 μ.

Η πανέμορφη Aglais io σε Astragalus angustifolius, Βαθιά Λάκκα, Γκιώνα, 2000 μ.