Εθνικός Δρυμός Σαμαριάς
Εθνικά Πάρκα της Ελλάδας
Εθνικός Δρυμός Σαμαριάς
Η ευρύτερη περιοχή του φαραγγιού της Σαμαριάς κηρύχθηκε ως Εθνικός Δρυμός το 1962 και οριοθετήθηκε το 1964. Η αρχική του έκταση ταυτίζεται με τον σημερινό πυρήνα του Εθνικού Δρυμού: έχει έκταση περίπου 50.000 στρέμματα και οριοθετείται από τις κορυφογραμμές που περικλείουν τις πλαγιές του φαραγγιού.
Βασικό κίνητρο για την ίδρυση του Δρυμού φαίνεται να ήταν η δημιουργία ενός ασφαλούς καταφυγίου για τον κρητικό αίγαγρο, το ‘αγρίμι’ των Κρητικών, ο οποίος είχε υποστεί μεγάλη μείωση του πληθυσμού λόγω της υπερθήρευσης, αλλά και της δύσκολης περιόδου της γερμανικής κατοχής. Κατά συνέπεια, μάλλον αναμενόμενα επικράτησε ήδη από την ίδρυσή του η προσέγγιση πως πρέπει να διαφυλαχθεί αποκλειστικά ως απόθεμα της φύσης και απαγορεύτηκε οποιαδήποτε εκμετάλλευση των φυσικών πόρων εντός των ορίων του. Την περίοδο εκείνη έφυγαν υποχρεωτικά και οι τελευταίοι κάτοικοι του οικισμού της Σαμαριάς, μειώνοντας πιθανότατα τις δυνατότητες που μπορούσε να προσφέρει η περιοχή στο επίπεδο της λαϊκής πολιτιστικής παράδοσης.
Οι περιορισμοί στην πρόσβαση και χρήση της περιοχής είναι αυστηρότατοι μέχρι σήμερα. Η πρόσβαση επιτρέπεται μόνο από το Ξυλόσκαλο και την Παλιά Αγία Ρουμέλη (φυλάκια ελέγχου), ενώ απαγορεύεται η διανυκτέρευση (χωρίς άδεια) και οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα πλην της αναψυχής.
Φορέας Διαχείρισης του Εθνικού Δρυμού Σαμαριάς
Η διαχείριση του Εθνικού Δρυμού γίνεται από κοινού από την Διεύθυνση Δασών Χανίων και τον Φορέα Διαχείρισης του Εθνικού Δρυμού Σαμαριάς (Λευκών Ορέων). Υπάρχει ένα επαρκές δίκτυο υποδομών μέσα στον πυρήνα του Δρυμού ώστε να μπορέσει να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του. Αφενός υπάρχουν προβλέψεις για τους χιλιάδες επισκέπτες του φαραγγιού (βρύσες, τουαλέτες, σημεία ξεκούρασης, φροντίδα για την μεταφορά όσων αντιμετωπίσουν πρόβλημα), αλλά και δίκτυο πυρόσβεσης, υποδομές για τη διαμονή των φυλάκων κ.α.
Ο Εθνικός Δρυμός Σαμαριάς είναι περιοχή πολύ μεγάλης οικολογικής αξίας. Όσον αφορά την πανίδα τα σημαντικότερα είδη είναι ο κρητικό αίγαγρος, αλλά και είδη ορνιθοπανίδας, όπως ο γυπαετός, ο χρυσαετός και τα όρνια. Σε σχέση με την χλωρίδα, η περιοχή φιλοξενεί αρκετά σπάνια, κινδυνεύοντα και ενδημικά φυτά της Κρήτης: ιδιαίτερης αναφοράς αξίζουν τα είδη Cephalanthera cucullata και Bupleurum kakiskalae, που χαρακτηρίζονται είδη προτεραιότητας για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ είδη που περιλαμβάνονται στον Εθνικό Κατάλογο των Κινδυνεύοντων Φυτών είναι τα Helichrysum heldreichii, Onobrychis sphaciotica, Arum purpureospathum κ.α.
Αυτή ακριβώς η οικολογική και αισθητική αξία του Δρυμού αποτυπώνεται στις πολυάριθμες διεθνείς αναγνωρίσεις που της έχουν αποδοθεί, όπως το Δίπλωμα του Συμβουλίου της Ευρώπης (Council of Europe), η ένταξή της στο δίκτυο των Αποθεμάτων της Βιόσφαιρας (Biosphere Reserves) της UNESCO και η περίληψη της στο Δίκτυο NATURA 2000 (κωδικός GR4340014).