Το οικοσύστημα της Ροδόπης
Η φύση της Ροδόπης
Το οικοσύστημα της Ροδόπης
Η Ροδόπη, τμήμα του βαλκανικού ορεινού τοπίου και ταυτόχρονα το μεγαλύτερο και συνθετότερο δασικό σύστημα της Ελλάδας, γεννήθηκε από τη συνάντηση μοναδικών γεωγραφικών, αβιοτικών και βιοτικών παραγόντων.
Στον επισκέπτη και τον ερευνητή, η Ροδόπη μιλά μια διάλεκτο εντελώς διαφορετική από εκείνη της Πίνδου, της Ρούμελης, του Μωρηά και των κρητικών Μαδαρών: εδώ δεν είναι ο αχός των προβάτων, η κλαγγή του τσεκουριού και η μανία της φωτιάς που διαμόρφωσαν το τοπίο, αλλά οι Υπερβόρειες θεότητες του Χρόνου, του Νερού και του Δάσους.
Το γρανιτικό περίγραμμα του Παρθένου Δάσους στο Φρακτό
(πατήστε για μεγέθυνση)
Το γρανιτικό περίγραμμα του Παρθένου Δάσους στο Φρακτό
Η ιδιαιτερότητα της Ροδόπης οφείλεται στη μοναδική θέση της περιοχής στην ευρασιατική βιογεωγραφία, στη μεγάλη ποικιλία ειδών πλατύφυλλων και κωνοφόρων, στην παρουσία φυτών και ζώων που φτάνουν εδώ στα όρια των κατανομών τους, στη ξεχωριστή γεωλογία και τη μεγάλη ποικιλία γεωμορφών, στην ευνοϊκή κλιματική συντυχία, στη στενή συνάφεια με την αχανή βουλγαρική Ροδόπη, στον πλούτο των βιοτόπων, στο ιδιαίτερο ιστορικό χρήσης γης από Σαρακατσάνους, στη διασυνοριακή θέση, στην επικράτηση της αειφορικής υλοτομίας και στην απουσία οικιστικών πυρήνων.
Η Σπουργιτόγλαυκα (Glaucidium passerinum) είναι ένα από τα δυσθεώρητα στολίδια της Ροδόπης
Πατήστε για μεγέθυνση
Η Σπουργιτόγλαυκα (Glaucidium passerinum) είναι ένα από τα δυσθεώρητα στολίδια της Ροδόπης
Πιο αναλυτικά:
Η οροσειρά της Ροδόπης κατέχει μια μοναδική θέση στην βιογεωγραφία της Παλαιαρκτικής, με κύριες επιρροές τα βαλκανικά δασικά συστήματα, τα θρακικά παράλια και τις πεδιάδες της Ανατολίας, που και αυτά με τη σειρά τους μεταφέρουν βιολογικές επιδράσεις από τα περι-αρκτικά, τα μεσογειακά και τα ιρανοκασπικά βιοσύνολα. Η ιδιαίτερη αυτή θέση της χαρίζει μια μοναδική βιοποικιλότητα, με πολλά ασυνήθιστα είδη, όπως η Σημύδα (φωτό).
Η Ροδόπη αποτελεί τμήμα του άκρου της εξάπλωσης πολλών ειδών του βόρειου ευρωπαϊκού κύκλου όπως η Σημύδα, η Ερυθρελάτη, το Σκλήθρο της Ροδόπης (Alnus incana), ο Αιγωλιός (Aegolius funereus), η Σπουργιτόγλαυκα (Glaucidium passerinum), ο Καρυοθραύστης (φωτό), ο Αγριόκουρκος, η Δασόκοτα, ο Τριδάκτυλος Δρυοκολάπτης, ο Βουνοδεντροβάτης, η Βουνοπαπαδίτσα, ο Σταυρομύτης, το Βρωμοκούναβο, η Ζωοτόκα Σαύρα (Zootoca vivipara), ο Βουνοβάτραχος (Rana temporaria), του ιρανοκασπικού βιοσυνόλου, όπως το Σαΐνι, ο Νανομυγοχάφτης, ο Χειμωνόσπινος (Fringilla montifringilla), ο Βουνοτσιροβάκος, ο Γερακοτσιροβάκος (Sylvia nisoria) και η Οθωμανική Οχιά (Montivipera xanthina), της ανατολικής Μεσογείου (όπως η Πετροπέρδικα, ο Βουνοφυλλοσκόπος, ο Κλειδωνάς, η φτέρη Dryopteris dilatata) και κυρίως της ΝΑ Βαλκανικής (Πενταβέλονη πεύκη, Gentianella bulgarica και πολλά άλλα).
Μια από τις αρχαιότερες γαίες που διαμορφώθηκαν στην περίμετρο της Τηθύος, η Ροδόπη χαρακτηρίζεται από μια ιδιόμορφη γεωλογία, όπου συνυπάρχουν οι σχιστόλιθοι, οι γνεύσιοι, οι γρανίτες και οι οφιόλιθοι. Ο συνδυασμός των πλουτώνιων και ηφαιστειακών πετρωμάτων, που είναι αδιαπέρατα, με τους σχετικά περατούς σχιστόλιθους, δημιουργεί εδάφη με έντονη συγκράτηση της υγρασίας, αλλά και μια μεγάλη ποικιλία υδρογραφικών μορφών, δυο παράγοντες που ευνοούν την ανάπτυξη της βλάστησης και δη των ψυχρόβιων δέντρων.
Χάρη στο μέτριο υψόμετρο και την επίδραση του μεσογειακού κλίματος, η Ροδόπη καλύφθηκε σε μικρό ποσοστό από παγετώνες κατά τις πρόσφατες παγετωνικές περιόδους. Στη διάρκεια των ψυχρών αυτών επισοδείων, που επέδρασαν έντονα σε όλη την Ευρώπη και - κάπως πιο ήπια - και στη Βαλκανική, πολλά φυτικά είδη, ιδίως μέλη τροπικών χλωρίδων που κατά το θερμό Τριτογενές είχαν επεκταθεί προς την κεντρική Βαλκανική, απωθήθηκαν προς τα νότια και ορισμένα από αυτά περισώθηκαν σε απόμερες ευνοϊκές θέσεις των ορεινών κοιλάδων. Τέτοια φυτά είναι τα γένη Ramonda και Haberlea (Gesneriaceae), που εκπροσωπούνται στη χώρα μας από τα είδη Ramonda heldreichii (παλιότερα Jancaea heldreichii), Ramonda serbica, Ramonda nathaliae και Haberlea rhodopensis. Η Haberlea rhodopensis (φωτό) είναι σπάνιο φυτό που ζει αποκλειστικά στην ελληνική και βουλγαρική Ροδόπη.
Η ελληνική Ροδόπη έχει στενή συνάφεια με τη βουλγαρική Ροδόπη, ένα χώρο εξίσου πλούσιο αλλά πολύ μεγαλύτερο σε έκταση, που και αυτός συνέχεται με τη Ρίλα: οι δυο «Ροδόπες» και η Ρίλα συγκροτούν έναν ενιαίο φυσικό χώρο, που εξασφαλίζει την ανανέωση της δημογραφίας και των γενετικών υλικών των μεγάλων ζώων, ακόμα και τον εμπλουτισμό σε νέα είδη που θα κινηθούν νοτιότερα υπό τις κατάλληλες συνθήκες. Παράλληλα, η οροσειρά αποτελεί κομβικό στοιχείο της ορεογραφικής γέφυρας της ΒΑ Ελλάδας, παρεμβαλόμενη ανάμεσα στο Φαλακρό και το Παπίκιο, που και αυτά συνέχονται με το Μπέλες και τα Βουνά του Έβρου.
Πίσω από τις ομαλές καμπύλες των προβούνων της, η Ροδόπη κρύβει μια μεγάλη ποικιλία γεωμορφών: οροπέδια των κορυφών, κοιλάδες συμμετρικών υδρογραφικών ιστών που συνδυάζονται με ένα ατελείωτο πλέγμα χειμάρρων, καταρρακτών, ρεματιών και ποταμών, βραχώδη πέταλα, γρανιτικές ορθοπλαγιές, γρανιτικοί λιθώνες, χαράδρες και φαράγγια.
Η Ροδόπη συνιστά μια τεράστια δασική έκταση, καλυμένη εξ'ολοκλήρου από μια μεγάλη ποικιλία ειδών πλατύφυλλων και κωνοφόρων, κυρίως ψυχρόβιων δέντρων, ανάμεσα στα οποία η Πενταβέλονη πεύκη, η Ερυθρελάτη, η Σημύδα και το Δασόπευκο. Η Σημύδα, η Πενταβέλονη πεύκη και η Ερυθρελάτη αγγίζουν εδώ το νοτιότερο σημείο της κατανομής τους, ενώ η Δασική πεύκη έχει παρουσία σε αρκετά δάση της βόρειας Ελλάδας. Βασικό χαρακτηριστικό των συστάδων Ερυθρελάτης είναι η έντονη μίξη με άλλα είδη - κυρίως Δασόπευκα, αλλά και πολλά είδη φυλλοβόλων.
Το δασικό τοπίο της Ροδόπης είναι ενιαίο, ωστόσο ποικίλεται από πολλούς βιοτόπους, όπως μικρές λίμνες, μεγάλους ταμιευτήρες, τυρφώνες, στεππώδη τοπία, χαμηλή βλάστηση και γυμνές κορυφές, ενώ τα όξινα εδάφη της γρανιτικής αρένας ευνοούν την ανάπτυξη ενός πλούσιου υπορόφου από φτέρες. Παράλληλα, το ορεινό δάσος συνέχεται και συμπληρώνεται από απέραντα ημιορεινά δάση δρυών και άλλων φυλλοβόλων, που προσφέρουν ασφαλή καταφύγια στην άγρια πανίδα για τη δύσκολη περίοδο του χειμώνα.
Η κορυφογραμμή της Ροδόπης αποτελεί ταυτόχρονα υδροκρίτη και σύνορο. Η μεθοριακή θέση της οροσειράς συνηγόρησε για την περιορισμένη και διακοπτόμενη ανθρώπινη δραστηριότητα. Ιστορικές διαφορές και αιώνες διενέξεων οδήγησαν στη δημιουργία μιας ζώνης μικρής πολιτισμικής συνοχής ανάμεσα στο ελληνικό και το βουλγαρικό στοιχείο της Ροδόπης, διατηρώντας κατά μήκος των συνόρων μια ζώνη ελάχιστης ανθρώπινης παρουσίας. Η εποχιακή εγκατάσταση των Σαρακατσάνων και η διακριτική παρουσία των Πομάκων δεν άλλαξαν αυτή την εικόνα.
Το σημερινό δασικό τοπίο της Ροδόπης κρύβει ένα ιδιόμορφο ιστορικό χρήσης. Επί αιώνες, η ορεινή ζώνη φιλοξένησε το Καλοκαίρι συνοικήσεις Σαρακατσάνων, που ασκούσαν αποκλειστικά την ημινομαδική κτηνοτροφία σε κινητές εποχιακές εγκαταστάσεις. Αντίστοιχα, στα ανατολικά κατοίκησαν Πομάκοι, ένα φύλο με ιδιαίτερα ήπια φιλοσοφία απέναντι στη φύση και τον τόπο, που αν και διείσδυσαν βαθιά μέσα στις πτυχές της οροσειράς, άφησαν επίσης ελάχιστα ίχνη. Με την αναχώρηση των νομάδων και των Πομάκων, το δασικό οικοσύστημα επανέκτησε σταδιακά τη δομή του, καθώς και τη βιοποικιλότητα που ήταν ιστορικά καταγεγραμμένη.
Μετά την απόσυρση της κτηνοτροφίας, η Ροδόπη στέγει μια και μοναδική ανθρώπινη δραστηριότητα, την υλοτομία, η οποία πραγματοποιείται με αειφορικά πρότυπα γύρω από ορισμένα δασικά εργοτάξια, όπως οι εγκαταστάσεις του Φρακτού, της Χαϊντούς, της Ελατιάς, του Λεπίδα, της Παναγιάς κα. Το σύνολο των εργοταξίων της Ροδόπης προσφέρει το ήμισυ της ξυλείας που παράγεται στη χώρα.
Η ορεινή ζώνη της Ροδόπης κατέχει μια έκκεντρη θέση μέσα στην ήδη άτονη οικονομία της παραμεθόριας ζώνης της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης. Πέραν της δασικής εκμετάλλευσης, οι μοναδικές δραστηριότητες που είδαν το φως στη Ροδόπη είναι μια σημειακή κτηνοτροφία, ο ήπιος τουρισμός σε μια μικρή ακτίνα γύρω από τα δασικά χωριά και ένας πρωτόγονος θερμαλισμός στις δυο θερμές πηγές της ημιορεινής ζώνης.
Οι μοναδικοί πυρήνες ανθρώπινης παρουσίας σε όλη την ορεινή ζώνη είναι τα δασικά εργοτάξια. Παρόλες τις - άτονες - προσπάθειες τουριστικής ανάπτυξης, οι ημιορεινοί και ορεινοί οικισμοί, όπως το Σιδηρόνερο, η Σκαλωτή, το Καρυόφυτο, ο Λειβαδίτης, εξακολουθούν να φθίνουν δημογραφικά, ενώ το Παρανέστι και η Σταυρούπολη υποχωρούν σταδιακά στο ρόλο μικρών παρόδιων σταθμών. Αυτή η απουσία κατοικημένων πυρήνων σε μια τόσο μεγάλη ζώνη αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση για το πυκνό οικιστικό προφίλ της χώρας.
Ο συνδυασμός των πιο πάνω χαρακτηριστικών δημιουργεί ένα μοναδικό περιβάλλον, που ελκύει και φιλοξενεί είδη των τριών βιοσυνόλων επιρροής - περι-αρκτικά, μεσογειακά, ασιατικά. Τα περισσότερα από τα είδη αυτά φτάνουν οριακά μέχρι τη Ροδόπη, η οποία αποτελεί έτσι το απώτερο - νοτιότερο, βορειότερο ή δυτικότερο, αντίστοιχα - σημείο εξάπλωσής τους στην ΝΑ Ευρώπη.
Σημείο συνάντησης των τριών αυτών βιοσυνόλων, η Ροδόπη συνιστά μια μεταβατική ζώνη ανάμεσα στη Βαλκανική, την Ανατολία και τη Μεσόγειο.
Αυτότροφοι οργανισμοί και αποικοδομητές
Το υπόβαθρο του παραγωγικού συστήματος, τα μεγάλα δέντρα, αποκτά στη Ροδόπη μια συνθετότητα και συμπληρωματικότητα που εξασφαλίζει στους οργανισμούς μια δυναμική ισορροπία, τόσο στο χώρο - στις υψομετρικά επάλληλες ζώνες βλάστησης - όσο και στο χρόνο - όπου η διαδοχή στην ανάπτυξη των φύλλων, των ανθέων και των καρπών συντηρεί τις αλυσίδες διατροφής.
Μικτή συστάδα με σημύδες, οξιές και κωνοφόρα στην τοποθεσία Αληκιοϊ
Η περιορισμένη υψομετρική κλιμάκωση της οροσειράς - το ορεινό τοπίο ξεκινά από τη βάση του δρυοδάσους, αλλά το υψόμετρο των κορυφών μόλις ξεπερνά το δασοόριο -, το εύρος της ζώνης των προπόδων - που αφήνει αρκετό πλάτος στις ορεινές βλαστητικές διαπλάσεις - και η συνοχή της δενδρώδους κάλυψης, συγκροτούν ένα χώρο όπου η επίδραση των εξωτερικών οχλήσεων αποσοβείται πλήρως και αφήνει έναν πυρήνα ικανής έκτασης, μέσα στον οποίο οι πρωτογενείς λειτουργίες των αυτότροφων οργανισμών εξελίσσονται αδιατάρακτες.
Τα μανιτάρια είναι αναπόσπαστο μέρος του δασικού συστήματος
Σειριακά ή παράπλευρα των δέντρων λειτουργούν οι μύκητες, οι οποίοι εξυπηρετούν τη μετατροπή των οργανικών υπολειμμάτων σε ανόργανα διαθέσιμα, επεκτείνοντας τις διατροφικές επιφάνειες των φυτών και ανακυκλώνοντας τα υλικά που έχουν ολοκληρώσει το αρχικό ρόλο τους.
Χάρη στις ήπιες κλιματικές συνθήκες, η μυκοχλωρίδα της Ροδόπης είναι ιδιαίτερα ποικίλη και πολυπληθής.
Βλαστοί, πόες και βελόνες
Αμέσως πιο πάνω από τους πρωτογενείς παραγωγούς οργανώνεται η δομή των ποικίλων οργανισμών, μικροσκοπικών, μικρών και μεγάλων, που τρέφονται από τα άμεσα προϊόντα της βλάστησης, τους βλαστούς και τα φύλλα.
Στην ομάδα αυτή, ας πούμε των φυτοφάγων ειδών, ξεχωρίζουν τα θηλαστικά που βόσκουν τους βλαστούς από τις πόες, καθώς και τα πουλιά που τρέφονται άμεσα από τις βελόνες των κωνοφόρων και τα φύλλα των φυλλοβόλων.
Το Ζαρκάδι (Capreolus capreolus) είναι ένας από τους κύριους καταναλωτές των πρωτογενών δώρων της βλάστησης
Σε ότι αφορά στα μεγάλα φυτοφάγα θηλαστικά, η Ροδόπη φιλοξενεί έναν πληθυσμό Ελαφιών, ο οποίος - μαζί με τα Ελάφια της Πάρνηθας - αποτελεί το μοναδικό αυτόχθονο πληθυσμό της χώρας. Επίσης, φιλοξενεί ένα μεγάλο, αν και άγνωστου μεγέθους, πληθυσμό Ζαρκαδιών που κινούνται κυρίως στην ακμή των δασικών συστάδων και των φυσικών ή τεχνητών ανοιγμάτων.
Μέσα στην μεγάλη ποικιλία πρωτογενών πηγών τροφής του ορεινού δάσους, το Ελάφι καλύπτει τις ανάγκες του συλλέγοντας πόες και αγροστώδη, αλλά και άλλα φυτικά προϊόντα, στα οποία έχει πρόσβαση χάρη στο ύψος και τη ρώμη του: νέα φύλλα και τρυφερούς βλαστούς δέντρων, φρέσκο φλοιό, φτέρες, βρύα και λειχήνες. Συγκριτικά, το Ζαρκάδι, πιο ευέλικτο και με μικρότερες ανάγκες, προτιμά να μετακινείται συλλέγοντας μικρές ποσότητες από καλύτερα επιλεγμένους πόρους υψηλότερης διατροφικής αξίας : τρυφερές πόες, εύπεπτα αγροστώδη, μούρα του δάσους, βελανίδια, μανιτάρια.
Στα ξέφωτα, στις σκιές των θαμνίσκων και πίσω από τις ψηλές πόες, κινείται ένας διάσπαρτος πληθυσμός Λαγών.
Αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra)
Τέλος, στα βράχια του Παρθένου Δάσους επιζεί ένας από τους λίγους πυρήνες Αγριόγιδου της Νότιας Βαλκανικής: τα Αγριόγιδα της Ροδόπης, μαζί με τις νησίδες του είδους στην Ανατολική Μακεδονία (Φαλακρό, Γρανίτης κλπ) και κατά μήκος της Πίνδου, περιγράφουν το ανατολικό και δυτικό άκρο του νοτιότερου ορίου της εξάπλωσης του αλπικού αυτού ζώου στην Ευρώπη. Η ιδιαιτερότητα των αγριόγιδων της Ροδόπης είναι ότι λόγω της εγκάρσιας κατάτμησης της οροσειράς, δεν έχουν την ευχέρεια της επικοινωνίας με άλλους πυρήνες, όπως συμβαίνει με την Πίνδο, χάρη στην διαμήκη γεωμετρία της. Για τον πληθυσμό του Παρθένου Δάσους, η δίαιτα του Αγριόγιδου περιορίζεται στα είδη ποωδών και αγροστωδών που αναπτύσσονται στην ανώτερη υψομετρικά ζώνη της Ροδόπης ενώ το χειμώνα, συμπληρώνει τη διατροφή του με τα φυτικά υλικά που εξέχουν πάνω από το χιόνι: βλαστούς και κλαδάκια φυλλοβόλων, βελόνες κωνοφόρων και φλοιούς κλαδιών. Στη Ροδόπη, πάντως, το Αγριόγιδο δείχνει μια απρόσμενη προσαρμογή στο δασικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο διαχέεται και προς χαμηλότερα υψόμετρα και προφανώς αξιοποιεί ένα μεγαλύτερο εύρος φυτικών πηγών, πιθανόν στο πρότυπο του Ζαρκαδιού.
Η Δασόκοτα (Tetrastes bonasia) τρέφεται κυρίως με βελόνες της Ερυθρελάτης
(πατήστε για μεγέθυνση)
Η Δασόκοτα (Tetrastes bonasia) τρέφεται κυρίως με βελόνες της Ερυθρελάτης
Στην ίδια ομάδα των καταναλωτών της πρωτογενούς παραγωγής εντάσσονται και αρκετά πουλιά, όπως ο Αγριόκουρκος και η Δασόκοτα, δυο μεγάλοι αγριόγαλοι, για τους οποίους η Ροδόπη όχι μόνο προσφέρει τις κατάλληλες αβιοτικές συνθήκες, αλλά και την τροφή που προτιμούν: τις βελόνες της Ερυθρελάτης. Πάντως ανάλογα την εποχή, οι αγριόγαλοι συμπληρώνουν τη διατροφή τους με ίουλους, βλαστούς και φύλλα πλατύφυλλων και έντομα.
Βελανίδια, κουκουνάρια, κάρυα και κάψες
Η πλούσια καρποφορία της Ερυθρελάτης (Picea abies) προσφέρει άφθονη τροφή στα σποροφάγα πουλιά
Η παραγωγή καρπών είναι ίσως η σημαντικότερη προσφορά του δάσους προς τους κατοίκους του. Πολύ μικροί ή άνοστοι για να προκαλέσουν το ενδιαφέρον των ανθρώπων, τα σπέρματα και οι καρποί των μεγάλων δασικών ειδών αποτελούν, συνηγορούντος και του μεγάλου πλήθους των δέντρων, την κύρια πρωτογενή πηγή θερμίδων στη Ροδόπη.
Οι κράταιγοι (Crataegus monogyna) προσφέρουν μια ακόμα ευκαιρία διατροφής για την Ελατοπαπαδίτσα (Periparus ater)
Οπωσδήποτε, η πιο παραγωγική περιοχή είναι η ζώνη των δρυοδασών. Στη Ροδόπη οι βελανιδιές καταλαμβάνουν όλη την ημιορεινή περιοχή και φτάνουν μέχρι τη ζώνη της Οξιάς. Τα κύρια είδη δρυών της Ροδόπης είναι η Πλατύφυλλη δρυς (Quercus frainetto), μεγάλο δέντρο της Βαλκανικής, ο Τσέρος (Quercus cerris), είδος της Βαλκανικής και της Ανατολίας και η Απόδισκη δρυς (ή Γρανίτσα, Quercus petraea subsp. polycarpa, σε παλιότερες πηγές αναφέρεται ως Quercus dalechampii), που φτάνει σαφώς ψηλότερα από τις δυο ξαδέρφες της, μέχρι τα 1400 μ. Και τα τρία είδη έχουν πλούσια παραγωγή καρπών και στηρίζουν έναν αξιόλογο πληθυσμό Αγριογούρουνων, καθώς και την φθινοπωρινή προετοιμασία της Αρκούδας. Σημειώνουμε ότι τα βελανίδια συλλέγονται από τα άγρια ζώα κυρίως από το έδαφος, από την εποχή που πέφτουν μέχρι και την επόμενη Άνοιξη, αφού έχουν αρχίσει να βλαστάνουν.
(Cranus mas)
(Rubus canescens)
Από τη βάση της ζώνης της δρυός και μέχρι τα υψόμετρα των κωνοφόρων όλες οι μικρές ασυνέχειες του δάσους - ανοίγματα, ρεματιές, πρανή, λιβαδάκια - εποικούνται από άγριους καρποφόρους θάμνους, όπως τα βάτα (κυρίως Rubus canescens), τα κέδρα (Juniperus oxycedrus), οι αγριοτριανταφυλλιές (Rosa canina), οι φουντουκιές (Corylus avellana) και οι κράταιγοι (κυρίως Crataegus monogyna, από χαμηλά και μέχρι τις συστάδες των Δασόπευκων). Η συνεισφορά τους στη διατροφή των ζώων είναι καίρια, καθότι τα ημιάγρια καρποφόρα, όπως η Κρανιά (Cranus mas), η Γλυκιά κορομηλιά (Prunus cerasifera), η Δαμασκηνιά (Prunus domestica), η Κερασιά (Prunus avium) και η Καρυδιά (Juglans regia) έχουν αρχίσει να χάνονται, μαζί με τα λιβάδια και τα ερείπια της εποχής της ορεινής γεωργίας και της ημινομαδικής κτηνοτροφίας.
Ο Σκίουρος (Sciurus vulgaris) απαντάται κυρίως στο ορεινό δάσος, σε όλων των ειδών τα κωνοφόρα, από τα Μαυρόπευκα της Χαϊντούς έως τις Ερυθρελάτες της Ελατιάς
Στη ζώνη του ορεινού δάσους, η παραγωγή σπερμάτων υποστηρίζεται κυρίως από τα κωνοφόρα, ενώ η Οξιά και η Σημύδα έχουν δευτερεύοντα ρόλο. Φαίνεται ότι πιο παραγωγική είναι η Ερυθρελάτη: εκτιμάται ότι η Ερυθρελάτη παράγει έναν μεγάλο αριθμό κουκουναριών (με μέση τιμή τους 400 κώνους)· καθώς κάθε κουκουνάρι περιέχει κατά μέσο όρο 300 σπέρματα των 7-8 mg, υπολογίζεται ότι ένα μόνο δέντρο μπορεί να δώσει σχεδόν ένα κιλό κουκουναρόσπορο. Για σύγκριση, ο κώνος του Μαυρόπευκου περιλαμβάνει μόνο 30-40 σπέρματα. Τα σπέρματα των κωνοφόρων συλλέγονται κυρίως πάνω στα δέντρα - όταν πέσουν τα κουκουνάρια συνήθως αποδομούνται - και απευθύνονται σε ένα μεγάλο εύρος μικρών ζώων, όπως οι Σταυρομύτες, οι Κοκκοθραύστες, οι Καρυοθραύστες, καθώς και οι Σκίουροι και άλλα τα τρωκτικά.
Πευκοδρυοκολάπτης (Dendrocopos major) αποσπά τους σπόρους από κουκουνάρι Ερυθρελάτης, που το έχει σφηνώσει σε σχισμή κορμού γέρικης Ιτιάς
Ωστόσο, όπως όλα τα δέντρα, έτσι και τα είδη του ορεινού δάσους δεν έχουν την ίδια παραγωγή καρπών ανά έτος. Η Ερυθρελάτη υπόκειται σε έναν τριετή κύκλο «καλών» και «κακών» χρονιών, ενώ στο Μαυρόπευκο αυτός ο κύκλος μπορεί να είναι και πενταετής. Καθώς αυτές οι διακυμάνσεις επηρεάζονται και από κλιματικούς παράγοντες (πχ. ξηρασία), είναι πιθανόν όλο το δασικό σύστημα να περνά χρονιές χαμηλής παραγωγικότητας, κατά τις οποίες οι πληθυσμοί των ζώων δοκιμάζονται και προφανώς πλήττονται. Πάντως, η ποικιλία κωνοφόρων της Ροδόπης προσφέρει ένα περιβάλλον μεγάλης σταθερότητας, που συντηρεί σημαντικούς πληθυσμούς πουλιών. Παράλληλα, παρόλη την επίδραση των υλοτομιών, παρατηρείται μεγάλη ποικιλία ηλικιών, μετρητικών χαρακτηριστικών και καταστάσεων υγείας των δέντρων, μια σύνθεση που ευνοεί την ποικιλότητα της ορνιθοπανίδας.
Παρόλο το μικρό μέγεθός τους, τα σπέρματα που απελευθερώνουν τα κάρυα της Οξιάς έχουν μεγάλη θρεπτική αξία (πλούσια σε άμυλο και έλαια). Αντίστοιχα, οι πανάλαφροι αλλά άφθονοι σπόροι της Σημύδας συντηρούν διάφορα είδη πουλιών, όπως οι Κοκκοθραύστες, που χαμηλότερα τρέφονται από τους καρπούς των Παλιουριών.
Αναλυτικός πίνακας της ορνιθοπανίδας της οροσειράς δίνεται στο κεφάλαιο Πουλιά της Ροδόπης.
Οι εντομοφάγοι οργανισμοί
Η δενδρώδης βλάστηση και κυρίως τα κωνοφόρα φιλοξενούν ένα πλήθος μικρών οργανισμών, όπως αφίδες, ακάρεα, λάρβες λεπιδόπτερων και κολεόπτερα που τρέφουν δεκάδες είδη πουλιών καθώς και άλλους οργανισμούς.
Αντίστοιχα τα ιπτάμενα έντομα αποτελούν τροφή των στρουθιόμορφων, των Χειρόπτερων και ορισμένων αρπακτικών πουλιών.
Χιονοκότσυφας (Turdus torquatus) με χαρακτηριστική λεία χερσαίων ασπόνδυλων. Φωτό: Χ. Βλάχος
Στο ορεινό περιβάλλον, η σημαντικότερη συγκέντρωση ασπόνδυλων και άλλων μικρών ζώων, όπως ορισμένες σαύρες και ουροδελή, βρίσκεται στη ζώνη της φυλλάδας, της στρώσης φύλλων και βελονών που σωρεύεται γύρω από την ψηλή βλάστηση.
Κάτω από τη φυλλάδα, τα όξινα εδάφη του ορεινού δάσους φιλοξενούν μια περιορισμένη πανίδα ασπόνδυλων, στη χαμηλότερη ζώνη ωστόσο το εδαφικό στρώμα είναι πολύ πιο πυκνά κατοικημένο και συντηρεί τα πολυάριθμα εντομοφάγα θηλαστικά της περιοχής, όπως ο Ασβός, οι Μυγαλές και οι Ασπάλακες.
Σύμφωνα με τους Τσίκας & Καρανικόλα 2013, «τα Κόκκινα Δασικά Μυρμήγκια (Formica rufa) επηρεάζουν τη διασπορά και αφθονία άλλων αρθροπόδων στο έδαφος, το υπέδαφος και την κομοστέγη, αποτελούν σημαντική πηγή τροφής για πολλούς θηρευτές, διασπείρουν σπόρους, μπορούν να επηρεάσουν την αύξηση και την παραγωγή των δέντρων, και παίζουν σπουδαίο ρόλο στους οικολογικούς κύκλους και στο δασικό έδαφος, περισσότερο από κάθε άλλο ασπόνδυλο».
δρυοκολάπτης
(Picus canus)
Formica
rufa
Αρκετά διαδεδομένα στη Ροδόπη, τα Κόκκινα Δασικά Μυρμήγκια (Formica rufa) αποτελούν - μαζί με μυρμήγκια των γενών Lasius και Myrmica - μια από τις προτιμώμενες πηγές διατροφής των δρυοκολαπτών, ειδικά του Πράσινου Δρυοκολάπτη (Picus viridis) και σε κάπως μικρότερο βαθμό του Σταχτή Δρυοκολάπτη (Picus canus).
Μια ομάδα εντόμων που αφθονούν στα εδάφη της Ροδόπης είναι τα μυρμήγκια. Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι μεγάλες κοινωνίες των Κόκκινων Δασικών Μυρμηγκιών (Formica rufa), οι ογκώδεις φωλιές των οποίων θυμίζουν κατασκευές τερμιτών. Την Άνοιξη, οι κοινωνίες των μυρμηγκιών είναι σε πλήρη αναπαραγωγική δραστηριότητα, προσεκλύοντας τις αρκούδες, που ικανοποιούν την ανάγκη πρωτεϊνών με τις άφθονες νύμφες των φωλεών.
Βουνοδεντροβάτης (Certhia familiaris) συλλέγει αόρατες αφίδες στο Δάσος Σημύδας
Τα διάφορα δασικά δέντρα της Ροδόπης παρουσιάζουν έντονη ελκυστικότητα στα έντομα, για ποικίλους λόγους: για παράδειγμα, τα κωνοφόρα φιλοξενούν στους πολυσχιδείς φλοιούς τους μεγάλους πληθυσμούς από αφίδες και ακάρεα, καθώς και ομάδες από κάμπιες στην κόμη τους, ενώ η Σημύδα προσελκύει μια μεγάλη ποικιλία εντόμων, όπως αφίδες που απομυζούν τον γλυκό χυμό του κορμού, ξυλοφάγα κολεόπτερα, αλλά και έναν μεγάλο αριθμό ειδών νυχτοπεταλούδας, οι κάμπιες των οποίων τρέφονται από τα φύλλα της.
Η κορυφή της πυραμίδας
Οι πληθυσμοί των φυτοφάγων ζώων που συντηρούνται από την πελώρια βιομάζα της βλάστησης της Ροδόπης συγκροτούν ένα αξιόλογο κεφάλαιο, πάνω στο οποίο ευημερεί ένα μεγάλο εύρος σαρκοφάγων ζώων, από την ευλύγιστη Νυφίτσα μέχρι τον περιπλανώμενο Λύκο.
Κατ' αρχάς, οι κοινότητες των στρουθιόμορφων και των τρωκτικών που περιστρέφονται γύρω από τα κωνοφόρα, συντηρούν τους φτερωτούς και τριχωτούς θηρευτές του ορεινού δάσους, όπως τη Σπουργιτόγλαυκα και τον Αιγωλιό, αλλά κυρίως το Χουχουριστή που είναι μακράν το πιο πολυάριθμο νυχτοπούλι, τα μεγάλα γεράκια, όπως το Ξεφτέρι και το Διπλοσάινο, καθώς και τα θηλαστικά που μπορούν να κυνηγήσουν στους συγκεκριμένους βιοτόπους, όπως το Κουνάβι.
Ένα απο τα πιο ενδιαφέροντα σαρκοφάγα της περιοχής είναι το Βρωμοκούναβο (Mustela putorius), που το συναντάμε στις εισόδους της ορεινής ζώνης. Προκειται για μικρό σαρκοφάγο της οικογένειας της νυφίτσας - μοιάζει περισσότερο με το κουνάβι - που έχει κυρίως βορειο-ευρωπαϊκή κατανομή και στην Ελλάδα έχει καταγραφεί από τα νότια της Ηπείρου και κυρίως κατά μήκος του συνοριακού τόξου από την Πίνδο μέχρι τη Θράκη.
Αρκούδα (Ursus arctos) στο Λιβάδι Λεπίδα
Στην ημιορεινή, κυρίως, ζώνη, επιβιώνει ένας σημαντικός, τόσο σπό δημογραφική, όσο και από γεωγραφική οπτική, πληθυσμός Αρκούδας - βέβαια οι αρκούδες είναι περιστασιακά σαρκοφάγες, καθότι τροφικά στηρίζονται κυρίως στις καλλιέργιες, το δρυοδάσος και τον υπόροφο του δάσους. Ο πυρήνας της Ροδόπης τροφοδοτεί τις απόπειρες επέκτασης του είδους προς το Φαλακρό και πρόσφατα το Παγγαίο, περιοχές όπου η Αρκούδα είναι υπερβολικά εκτεθειμένη σε συγκρούσεις και απώλειες.
Ακόμα, η Ροδόπη αποτελεί το απώτερο καταφύγιο των ομάδων των Λύκων που περιτρέχουν την ημιορεινή και αγροτική ζώνη της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης. Ζώο που μετακινείται συνεχώς ακολουθώντας τη διαθεσιμότητα τροφής, ο Λύκος εισδύει στη Ροδόπη αναζητώντας κυρίως Ζαρκάδια.
Αναλυτικός πίνακας των θηλαστικών που έχουν καταγραφεί στη Ροδόπη παρουσιάζεται στη σελίδα Θηλαστικά της Ροδόπης.
Ποτάμια, λίμνες και τυρφώνες
Φθινόπωρο στο Στραβόρεμα, Ελατιά
Τα αναρίθμητα ρέματα μόνιμης ροής, αλλά και οι μικρές λίμνες της Ροδόπης, εκτός των αμφιβίων, φιλοξενούν μια μεγάλη ποικιλία από έντομα, μαλάκια και άλλα ασπόνδυλα. Στη ζώνη των γρανιτών, όπου το υδρογραφικό δίκτυο χαρακτηρίζεται από απότομες κοίτες, μέτριες παροχές και υψηλές ταχύτητες υδάτων χαμηλής θερμοκρασίας, οι ρεματιές προσελκύουν ορισμένα πουλιά, όπως ο Νεροκότσυφας, που τρέφονται αποκλειστικά από λάρβες και ώριμα έντομα που ανήκουν στις τάξεις των Τριχοπτέρων, των Εφημεροπτέρων και των Διπτέρων, καθώς και κάποια ακόμα ασπόνδυλα. Στις χαμηλότερες ρεματιές, τους Νεροκότσυφες συμπληρώνουν ή αντικαθιστούν οι Σουσουράδες.
Την Άνοιξη, ο Νεροκότσυφας (Cinclus cinclus) «ψαρεύει» λάρβες στις κύριες ρεματιές του Φρακτού
Σε όλη την έκταση των αδιαπέρατων πετρωμάτων και σε όλες τις επίπεδες θέσεις, θα συναντήσουμε μικρές και μεγαλύτερες λούτσες, δηλαδή εφήμερες επιφάνειες νερού πολύ μικρού βάθους, που σχεδόν πάντα προέρχονται από τα όμβρια. Ένα σημαντικό ποσοστό από τις λούτσες οφείλουν τη γένεσή τους σε ανθρώπινες παρεμβάσεις: οδοποιΐα, επιπεδώσεις για τεχνικά έργα, άλλες διαρρυθμίσεις. Οι περισσότερες λούτσες κρύβουν στα σκοτεινά νερά τους κάποιες μορφές ζωής: οι μεγαλύτερες φιλοξενούν τρίτωνες και βατράχους.
Μια από τις αναρίθμητες λούτσες της Ροδόπης - εδώ στη βάση του ορεινού δάσους, πάνω από τη Σκαλωτή
Ένα πολύ ιδιαίτερο στοιχείο των υδάτινων συστημάτων της Ροδόπης είναι τα ορεινά έλη, που στη συγκεκριμένη μορφή ονομάζονται τυρφώνες ή σφαγνώνες. Στην Ελλάδα οι ορεινοί τυρφώνες είναι ένας εξαιρετικά σπάνιος βιότοπος και στη Ροδόπη είναι γνωστές μόλις τέσσερις θέσεις. Διαβάστε περισσότερα για τον ιδιαίτερο αυτό περιβάλλον στο λήμμα Όξινοι τυρφώνες.
Η δυναμική του δάσους στη μικρή και μέση χρονική κλίμακα
Μετά την απόσυρση της κτηνοτροφίας - που διατηρεί μια μικρή παρουσία με κοπάδια βοοειδών - βασικό πλέον συστατικό της οικολογίας του δασικού συστήματος είναι η δασική εκμετάλλευση. Πράγματι, με εξαίρεση τις ζώνες αυστηρής προστασίας, το δάσος της Ροδόπης υλοτομείται, προσφέροντας δασικά προϊόντα υψηλής αξίας και μια καίρια ευκαιρία απασχόλησης στους ορεινούς πληθυσμούς. Όπως και όλα τα άλλα χερσαία Εθνικά Πάρκα της χώρας - της Βόρειας Πίνδου, του Ολύμπου και της Οίτης - το Εθνικό Πάρκο Οροσειράς Ροδόπης εντάσσει τη δασική εκμετάλλευση στις περιφερειακές ζώνες του, εφαρμόζοντας - και δοκιμάζοντας - τη συμβατότητα της διαχείρισης με την προστασία της βιοποικιλότητας. Η Ροδόπη αποτελεί το μεγαλύτερο «εργαστήριο» αυτού του τύπου: μέσα στον αχανή δασικό χώρο της, οι ζώνες απόλυτης προστασίας - τα φρούρια της βιοποικιλότητας - περιβάλλονται από μεγάλες ζώνες συστηματικής υλοτομίας.
Η Λοφιοπαπαδίτσα (Lophophanes cristatus) - άφθονη στα διαχειριζόμενα δάση της Ροδόπης - είναι από τα είδη-δείκτες της ποιότητας του δάσους
(πατήστε για μεγέθυνση)
Η Λοφιοπαπαδίτσα (Lophophanes cristatus) - άφθονη στα διαχειριζόμενα δάση της Ροδόπης - είναι από τα είδη-δείκτες της ποιότητας του δάσους
Ωστόσο, κυρίως παλιότερα, υπό την οπτική της εξυγίανσης του δάσους, τα ξερά και σάπια άτομα απομακρύνονταν με σπουδή. Έτσι, στα δάση της Ροδόπης τα υπερώριμα δέντρα, κυρίως οι γέρικες οξιές, είναι πλέον δυσεύρετα. Έτσι, οι συστάδες δείχνουν ζωηρές και υγιείς, αλλά δεν έχουν την πληρότητα καταστάσεων που θα επέτρεπε την εγκατάσταση ορισμένων ειδών. Η παρατήρηση αυτή αφορά όλα τα παραγωγικά δάση της Ροδόπης, εκτός των τριών «Μνημείων της Φύσης» (Παρθένο Δάσος Φρακτού, Δάσος Τσίχλας Χαϊντούς, Ζώνη Γυφτοκάστρου-Κούλας).
Η Οξιά κατέχει έναν πολύ ιδιαίτερο ρόλο στην λειτουργία του δασικού οικοσυστήματος. Όταν αναπτύξει πλήρως τη φυλλωσιά της, η Οξιά γίνεται άμεσα το πεδίο συγκέντρωσης δεκάδων ειδών πουλιών, ενώ συντηρεί πολλά είδη θηλαστικών μέσω των άφθονων, αν και μικροσκοπικών, καρπών της.
Από τα μέσα του Φθινοπώρου και μέχρι τα τέλη της Άνοιξης, το δάσος της Οξιάς δεν προσφέρει οπτική κάλυψη και θερμική προστασία στα μεγάλα ζώα. Δάσος Στάμνας
Από την άλλη, με την πολύφυλλη κόμη της δημιουργεί στο έδαφος, που το έχει ήδη καλύψει με τα πεσμένα φύλλα της, ένα μεγάλο κύκλο όπου δεν φτάνει ο ήλιος. Αν και η ίδια μπορεί να αναβλαστήσει και να αναπαραχθεί και υπό ελάχιστο φως, όλα τα άλλα είδη λιμοκτονούν. Κατά συνέπεια, τα δάση της Οξιάς «διώχνουν» όλα τα άλλα δέντρων και θάμνων και δεν έχουν υπόροφο : όταν, χάρη στις εδαφικές συνθήκες ή λόγω των δασικών χειρισμών, φτάσουν σε κηπευτή μορφή δημιουργούν ένα τοπίο πολύ φτωχό σε ποικιλότητα και ευκαιρίες.
Ακόμα και οι πόες πρέπει να προλάβουν να βλαστήσουν και να ανθίσουν στο στενό διάστημα από την έναρξη της Άνοιξης μέχρι να εκπτυχθούν τα νέα φύλλα της Οξιάς. Έτσι, το δάσος της Οξιάς έχει τη μικρότερη ποικιλία χλωρίδας από τους άλλους τύπους δάσους.
Το χειμώνα, το δάσος Οξιάς είναι εντελώς έρημο και σιωπηλό. Χαϊντού
Επιπλέον, κατά την χειμερινή περίοδο, η Οξιά δεν προσφέρει οπτική κάλυψη και θερμική προστασία στα μεγάλα ζώα, ενώ και τα οξοβάλανα είναι πλέον θαμένα κάτω από το χιόνι. Την ίδια περίοδο, τα κωνοφόρα χάρη στη χιονοκάλυψη ενισχύουν την υπηρεσία καταφυγίου που παρείχαν, ενώ χάρη στα κουκουνάρια τους, που εξακολουθούν να κρέμονται από τα κλαδιά, διατηρούν μεγάλο μέρος της διατροφικής συνεισφοράς τους.
Κακοσχηματισμένες γιγάντιες οξιές, σύμπλεγμα Φτεριά (Ελατιά)
Για τους πιο πάνω λόγους, το δάσος της Οξιάς στη Ροδόπη είναι γεμάτο ζωή το καλοκαίρι και εντελώς έρημο από το Νοέμβρη μέχρι τον επόμενο Μάιο. Φυσικά υπάρχουν και είδη που την προσεγγίζουν όλη τη χρονιά, όπως οι δρυοκολάπτες, οι οποίοι προτιμούν το σχετικά μαλακό ξύλο της για να φτιάξουν τις βαθιές φωλιές τους.
Σε κάθε περίπτωση, η κηπευτή δομή, με τους ίσιους, χωρίς χαμηλά κλαδιά και κανονικά διαταγμένους κορμούς, αποτελεί τη δυσμενέστερη μορφή περιβάλλοντος για όλα τα είδη. Αντίθετα, οι συστάδες καρατομημένων ή πρεμνοφυών ατόμων, που δίνουν κακόμορφα - και άνευ οικονομικής αξίας - δέντρα προσφέρουν πολύ περισσότερες ευκαιρίες στους οργανισμούς.
Υπερώριμη Οξιά στο Φρακτό, το είδος του οικοτόπου που σπανίζει πλέον στα υλοτομούμενα δάση της Ροδόπης
Επιπλέον, οι γέρικες οξιές είναι πλέον δυσεύρετες. Αυτά τα ξερά, μισο-σάπια, γεμάτα μύκητες, ξυλοφάγα έντομα και κουφάλες δέντρα είναι αναπόσπαστο στοιχείο της ποικιλότητας του δασικού οικοσυστήματος, καθότι προσθέτουν ορισμένα απαραίτητα στοιχεία στον οικότοπο ορισμένων ειδών. Σήμερα, τα λίγα αναπομείναντα υπερώριμα άτομα Οξιάς δεν κόβονται πλέον, ωστόσο δεν αντικαθίστανται από άλλα γέρικα δέντρα όταν καταπέσουν, γιατί η κορυφή της ηλικιακής πυραμίδας έχει ήδη υλοτομηθεί.
Όλα αυτά αλλάζουν σταδιακά. Πρόσφατες μελέτες από χώρες με δάση ψυχρόβιων ειδών, όπως η Ερυθρελάτη και η Σημύδα, σχετίζουν τις αλλαγές στη δομή του δάσους που επιφέρουν οι δασικές εργασίες με ψηλές τιμές της «εντροπίας» του συστήματος, δηλαδή με αξιόλογη ποικιλία οργανισμών. Η εικόνα αυτή αποτυπώνεται και στη Ροδόπη, όπου όλες σχεδόν οι παρεμβάσεις - από τις αραιώσεις των δέντρων και του υπορόφου, τη διάνοιξη των δασικών δρόμων, τα δασικά απορρίμματα, τα πρέμνα, ακόμα και τους λασπόλακκους και τους εγκαταλελειμένους στοιβαγμένους κορμούς - οδηγούν σε μια αύξηση της «αταξίας», που για το φυσικό κόσμο μεταφράζεται ως αύξηση των ευκαιριών. Ακόμα και οι πρόσφατοι καθαρισμοί κατά μήκος της συνοριογραμμής στην Ελατιά, παρόλο που γίνονται μάλλον πρόχειρα, προσελκύουν θηρευτές των ανοιχτών τοπίων, όπως τον Κόρακα, το Φιδαετό και τις Γερακίνες, που μπορούν επιτέλους να εποπτεύσουν μεγαλύτερες ζώνες.
Επίσης, οι δασικοί χειρισμοί λαμβάνουν υπόψην τους την ανάγκη διατήρησης της ποικιλίας του δάσους, προασπίζοντας τα πρόδρομα είδη, επιτηρώντας κρίσιμα παρακρατήματα, όπως τα γέρικα δέντρα και τα λιβάδια, και διαφυλάσσοντας στο μέγιστο εφικτό βαθμό τον ενιαίο χαρακτήρα του οικοσυστήματος. Φυσικά, ο έλεγχος στην απόληψη δεν μπορεί να είναι απόλυτος και καθώς οι υλοτόμοι δουλεύουν κάτω από αρκετά αντίξοες συνθήκες, πάντα προκύπτουν παράπλευρες απώλειες, όπως η ρίψη των γηραιών δέντρων, η διάβρωση των δασόδρομων ή οι ζημιές στις πυκνές συστάδες από τα μηχανήματα.
H αναγέννηση στις συστάδες της Σημύδας είναι ελάχιστη - τα νεκρά δέντρα παραδίδονται στους αποδομητές και στη θέση τους μπαίνει η Οξιά ή η Ερυθρελάτη
Από την άλλη, οι υπεύθυνοι για τη σύνταξη των γενικών διαχειριστικών σχεδίων στη Ροδόπη ξέρουν καλά ότι τα πρόδρομα είδη, όπως η Σημύδα και Δασόπευκο, που έσπευσαν να καταλάβουν τα εδάφη που άφηνε πίσω της η κτηνοτροφία, θα αντικατασταθούν μέσα σε λίγες δεκαετίες από τα τελικά είδη του συγκεκριμένου τόπου, δηλαδή την Ερυθρελάτη και την Οξιά. Πίσω, λοιπόν, από τις παραγωγικές υλοτομίες υπάρχει πάντα η σκέψη των επιλεκτικών παρεμβάσεων ώστε να διατηρηθεί η ποικιλία του δάσους.
Τέλος, σε μια ενδιαφέρουσα παράλληλη ωφέλεια, η έντονη παρουσία της Δασικής Υπηρεσίας, που επιβλέπει τις υλοτομίες, συνηγορεί στην τήρηση των κανονιστικών και εθιμικών περιορισμών για το κυνήγι, τον τουρισμό, τη δόμηση και την κτηνοτροφία.
Το φάντασμα της Οικοανάπτυξης
Μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα ο απέραντος χώρος της Ροδόπης έτρεφε πάνω από 150.000 γιδοπρόβατα, φιλοξενούσε δεκάδες μικρούς οικισμούς, που στήριζαν μια μικρή αλλά σημαντική γεωργία και είχαν αναπτύξει ένα πλέγμα επικοινωνιών και συναλλαγών με την οικονομική περίμετρο. Το ομαλό ανάγλυφο, τα άφθονα νερά και οι πλούσιοι πόροι ήσαν ενταγμένοι σε ένα, αργών ρυθμών αλλά συνεχές, πλέγμα δραστηριοτήτων όλων των κλάδων του πρωτογενούς τομέα.
Μεταπολεμικά, καθώς ο πρωτογενής μετασχηματιζόταν γοργά προς την εδραία κτηνοτροφία και την εκμηχανισμένη γεωργία, η Ροδόπη έχασε την παραγωγική πολυφωνία της και ερήμωσε. Στις επόμενες δεκατίες, το βουνό έγινε ένα μεγάλο δασικό εργοτάξιο: η υλοτομία οργανώθηκε ορθολογικά κάτω από την επίβλεψη μιας δυναμικής Δασικής Υπηρεσίας και στηρίχθηκε στην ορμή των έφηβων ακόμα Δασικών Συνεταιρισμών, ενώ χάρη στην έντονη ανοικοδόμηση συναντούσε ευνοϊκές προοπτικές για τα προϊόντα ξυλείας. Σταδιακά, ωστόσο, οι θετικές συγκυρίες ατόνησαν και στο τέλος του αιώνα ξεκίνησε η αποδυνάμωση όλων των παραγόντων: το δασικό προσωπικό μειώθηκε, οι συνεταιρισμοί συρρικνώθηκαν και η απορρόφηση προϊόντων επηρεάστηκε από την διεθνή αγορά ξυλείας.
Στην κρίσιμη αυτή καμπή, στο πνεύμα της σχετικής έννοιας του Νόμου-Πλαίσιο για το Περιβάλλον (Ν.1650/86), προτάθηκε η ιδέα προώθησης ενός προγράμματος Οικοανάπτυξης, δηλαδή ένα είδος χωροταξικού σχεδίου για μια ανάπτυξη των υποδομών, της κατοίκησης και της απασχόλησης στα ορεινά, συμβατής με τη διαφύλαξη της μεγάλης οικολογικής αξίας της περιοχής. Το σχέδιο αυτό δεν αποκρυσταλλώθηκε, η ιδέα όμως είχε σπαρεί και βλάστησε μέσα από άλλες ενέργειες που συνέβαλαν στη δημιουργία σαφέστερων προοπτικών του τριτογενούς στη Ροδόπη: κατασκευή των Δασικών Χωριών, ενίσχυση μικρών επιχειρήσεων εστίασης και διαμονής, κατοχύρωση του Εθνικού Πάρκου Οροσειράς Ροδόπης, στήριξη του θερμαλισμού και τέλος κατασκευή πολλών μικρών έργων αναψυχής.
Οι κινήσεις αυτές - που συνέπεσαν με μια περίοδο ευωχίας, λόγω των επενδύσεων στη μεταποίηση και την εκπαίδευση σε Δράμα, Ξάνθη και Κομοτηνή - συνέτειναν στην αναβίωση των σχεδόν έρημων χωριών, όπου πλέον σε πολλά από αυτά λειτουργούσε μια ταβέρνα, ένα καφενείο, δυο-τρεις ξενώνες και σε κάποιες περιπτώσεις μια μικρή επιχείρηση πλαισίωσης υπαίθριων δραστηριοτήτων. Όλα τα πιο πάνω εξυπηρετήθηκαν από την βελτίωση του οδικού δικτύου, τόσο του δημοτικού, που ασφαλτοστρώθηκε, όσο και του δασικού, που απέκτησε ένα καλό πλέγμα δρόμων Α και Β κατηγορίας. Παράλληλα, δημιουργήθηκαν αρκετά πεζοπορικά δίκτυα, κυρίως μικρές πορείες για το ευρύ κοινό, όπως τα μονοπάτια του Φρακτού και πιο πρόσφατα μια μεγάλη πεζοπορική διαδρομή, το Nestos-Rodopi Trail, που συνέδεε την Ξάνθη, τους Τοξότες και τη Σταυρούπολη με το Δασικό Χωριό Χαϊντούς. Το Nestos-Rodopi Trail, μήκους 72 χλμ, πιστοποιήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Πεζοπορίας (ERA) ως μια από τις κορυφαίες Μεγάλες Διαδρομές της Ευρώπης.
Δυο δεκαετίες μετά, ο κύκλος φθοράς του δευτερογενούς τομέα στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη φαίνεται να έχει πλέον μολύνει και τις μικρές αυτές πρωτοβουλίες του τριτογενή. Οι κατασκευές αναψυχής έχουν αποσαθρωθεί, οι κρήνες δεν έχουν νερό, η σήμανση των δασικών δρόμων και των μονοπατιών είναι φθαρμένη ή απούσα, η πιστοποίηση του Nestos-Rodopi Trail εξέπεσε, τα Θερμιά παραμένουν ένας παραγκο-μαχαλάς, οι ξενώνες έγιναν ελλειπτικά AirBnB, οι ταβέρνες καρκινοβατούν και τα καφενεία έκλεισαν. Στην υποχώρηση αυτή συνέβαλε και η απόσυρση του Στρατού από όλα τα ορεινά φυλάκια.
Σήμερα στη Ροδόπη, πέραν του Δασικού Χωριού Χαϊντούς, δεν υπάρχει άλλος πόλος αναψυχής, υπαίθριων ή περιβαλλοντικών δραστηριοτήτων. Στην περιοχή της Δράμας δεν υπάρχουν ξενώνες πάνω από το Σιδηρόνερο και το Παρανέστι και μέσα στο βουνό δεν υπάρχουν σημεία στήριξης, εκτός του άτυπου ξενώνα του δασικού εργοταξίου Φρακτού. Και έτσι, μέσα σε μια μεθοριακή ζώνη που μεταπολεμικά δυσκολεύεται να βρει το βηματισμό της, η πανέμορφη Ροδόπη, με τα υπέροχα δάση, τα εκπληκτικά τοπία, τα σπάνια είδη φυτών και ζώων και την ευχερή προσπέλαση, δεν μπορεί να προσφέρει παρά κολώνες, τεχνική ξυλεία και καυσόξυλα.
Αμυδρή ακτίδα ελπίδας στην πιο πάνω γκρίζα εικόνα, οι αγώνες ορεινού τρεξίματος που αν και δεν μπορούν να έχουν θετικές επιπτώσεις διάρκειας, ξαναφέρνουν - έστω για λίγες μέρες - τη Ροδόπη στο προσκήνιο. Και αυτό είναι σημαντικό.
Κείμενο & φωτογραφίες: Τ. Αδαμακόπουλος
Συμβολή: Γ. Καρέτσος, Ι. Γαστεράτος, Χρ. Βλάχος
Πηγές
Xirouchakis St., 2005. The avifauna of the western Rodopi forests (N. Greece). Belg. J. Zool., 135 (2) : 261-269
Dominik K., P. Zasadil, J. Hošek, V. Barták, K. Šťastný 2021. Large trees as a key factor for bird diversity in spruce-dominated production forests: Implications for conservation management. In: Forest Ecology and Management, V. 496.
Lindbladh M., Lindström Å., Hedwall P., Felton A. 2017. Avian diversity in Norway spruce production forests – How variation in structure and composition reveals pathways for improving habitat quality. In: Forest Ecology and Management, V. 397
Włodzimierz B., Konecka A., Sacharczuk J., Ledochowicz A. 2021. Seed Production and Its Quality in Norway Spruce (Picea abies) Seed Orchard Originated from the Białowieża Primeval Forest. Environ. Sci. Proc. 3(1), 33
Τσίκας Α., Καρανικόλα Π. 2013. Η οικολογική σημασία των κόκκινων δασικών μυρμηγκιών (Formica rufa Group) στο δασικό οικοσύστημα και οι σημαντικότερες απειλές τους. 16ο Πανελλήνιο Δασολογικό Συνέδριο, Θεσσαλονίκη
Τσιαούση, Β. (Υπεύθυνη Σύνταξης) 1996. Ειδικό Διαχειριστικό Σχέδιο για την Περιοχή Ελατιά (GR140003). Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας-Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων/Υγροτόπων. Θέρμη. σελ. 197
topoguide Greece
Το οικοσυστημα της Ροδοπης
Ο οδηγός Εθνικό Πάρκο Ροδόπης topoguide είναι διαθέσιμος για συσκευές Android μαζί με άλλες δεκάδες περιοχές της Ελλάδας, μέσα στη γενική εφαρμογή topoguide Greece. Το Εθνικό Πάρκο Ροδόπης περιλαμβάνεται στην ομάδα των Εθνικών Πάρκων Ελλάδας. Αποκτήστε τον οδηγό Εθνικό Πάρκο Ροδόπης topoguide ως in-app purchase μέσα από την εφαρμογή.
Ο οδηγός Εθνικό Πάρκο Ροδόπης topoguide είναι επίσης διαθέσιμος για συσκευές iOS (iPhone και iPad) μέσα από την γενική εφαρμογή πεζοπορικών περιοχών Topoguide Greece. Αποκτήστε τον οδηγό Εθνικό Πάρκο Ροδόπης topoguide ως in-app purchase μέσα από την εφαρμογή.
Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι το topoguide Greece έχει τη δυνατότητα ταυτόχρονης απεικόνισης από πέντε έως και δεκαπέντε περιοχών, επιτρέποντας έτσι την συνολική προβολή πολλών Εθνικών Πάρκων της Ελλάδας και την εύκολη εναλλαγή των διαδρομών, των εκατοντάδων Σημείων Ενδιαφέροντος και των δεκάδων σελίδων του οδηγού με τις αναρίθμητες φωτογραφίες.

