Το οικοσύστημα της Ροδόπης
Η φύση της Ροδόπης
Το οικοσύστημα της Ροδόπης
Η ιδιαιτερότητα της Ροδόπης οφείλεται σε έναν συνδυασμό πολλών παραγόντων, με πλέον σημαίνοντες τους πιο κάτω:
Το Μεγάλο Λιβάδι Λεπίδα ή Ουλού Γιαϊλά είναι οροπέδιο της Μακεδονίας με μέσο υψόμετρο τα 1.350 μέτρα κοντά στα σύνορα Ελλάδας - Βουλγαρίας. Βρίσκεται στην Περιφερειακή Ενότητα Δράμας και αποτελεί τμήμα του ορεινού συγκροτήματος της Κούλας, στην οροσειρά της Ροδόπης. Βρίσκεται ανάμεσα στα όρη Στάμνας (βορειοδυτικά) και Χαϊντούς (νοτιοανατολικά) και απέχει 42 χιλιόμετρα από το Παρανέστι (14χλμ. από τα Διπόταμα). Το Μεγάλο Λιβάδι Λεπίδα είναι εκτεταμένο ομαλό χορτολίβαδο, περιτριγυρισμένο από δάση πεύκης. Στο οροπέδιο δημιουργείται το Σκοτεινό ρέμα που χύνεται μετά από καταρράκτες, στο Αρκουδόρεμα (παραπόταμο του Νέστου).
Ο Φαρασινός, που αποτελεί παραπόταμο του ποταμού Νέστου, πηγάζει από τις νότιες πλαγιές του Φρακτού, κοντά στην υψηλότερη κορυφή του Δελημπόσκα, στα 1.953 μέτρα. Η πορεία του ξεκινά από τη Δελημπόσκα και με πορεία νότια καταλήγει στην ομώνυμη κοιλάδα (κοιλάδα Φαρασινού) που χωρίζει το Φρακτό από την οροσειρά της Κούλας και συγκεκριμένα από το βουνό Στάμνα. Εκεί συμβάλλει και το Αετόρεμα από νότο που πηγάζει από τη Στάμνα. Ο άνω ρους του Φαρασινού έως την ομώνυμη κοιλάδα, ονομάζεται και Αχλαδόρεμα. Στη συνέχεια ενώνεται με το Ρέμα Θερμιών που πηγάζει από βορειοδυτικά και, αφού διαβεί τη Χαράδρα των Θερμιών, καταλήγει στο Φαρασινό. Στη Χαράδρα των Θερμιών οι πηγές του ποταμιού είναι ιαματικές. Εκεί βρίσκονται τα Ιαματικά Λουτρά Θερμιών. Κατόπιν, ο Φαρασινός παίρνει νότια κατεύθυνση και μετά από μια πορεία 11 χιλιομέτρων περίπου, καταλήγει στη βόρεια όχθη της Λίμνης Πλατανόβρυσης. Στον κάτω ρου του ο Φαρασινός ονομάζεται και Διαβολόρεμα λόγω της ορμητικότητας των υδάτων του. Ο Φαρασινός ποταμός έχει ροή όλο το έτος και χαρακτηρίζεται από την ορμητικότητα των υδάτων του και τους πολλούς καταρράκτες που σχηματίζονται στην πορεία του. Οι όχθες του είναι δασώδεις σε όλο το μήκος του. Επίσης, στον ποταμό Φαρασινό, καθώς και στους παραποτάμους του υπάρχουν αρκετά μεσαιωνικά πέτρινα γεφύρια. Γεφύρια * το γεφύρι της Πεύκης στην περιοχή Ζαρκαδιάς * το γεφύρι του Πεχάν στο ρέμα Θερμιών * τα γεφύρια του μέσου ρου (τρία γεφύρια)
Η Λίμνη Πλατανόβρυσης είναι τεχνητή λίμνη που δημιουργήθηκε έπειτα από κατασκευή φράγματος στον ποταμό Νέστο.[1] Βρίσκεται στον νομό Δράμας. Η έκτασή της είναι 3,25 τ.χλμ.
Στραβορέματος, με τα ξύλινα γεφυράκια, στα ανατολικά του χωριού, που είναι η πιο ήπια από τις δαιδαλώδεις ορεινές κοιλάδες της περιοχής. Γύρω από την κοιλάδα κυριαρχούν η δασική πεύκη και η ερυθρελάτη, ενώ το ομώνυμο ρέμα κινείται προς το Μεγάλο Ρέμα, σχηματίζοντας ασταμάτητους μαιανδρισμούς. … επισκεφθείτε την κοντινή κοιλάδα του Βαθυρέματος, όπου υπάρχει παραποτάμιο δάσος κλήθρας.
Μια μεγάλη ποικιλία γεωμορφών: οροπέδια των κορυφών, κοιλάδες συμμετρικών υδρογραφικών ιστών που συνδυάζονται με ένα ατελείωτο πλέγμα χειμάρρων, καταρρακτών, ρεματιών και ποταμών, βραχώδη πέταλα, γρανιτικές ορθοπλαγιές, γρανιτικοί λιθώνες, χαράδρες και φαράγγια.
Μια τεράστια δασική έκταση, καλυμένη εξ'ολοκλήρου από μια μεγάλη ποικιλία ειδών πλατύφυλλων και κωνοφόρων, κυρίως ψυχρόβιων δέντρων, ανάμεσα στα οποία η Πενταβέλονη πεύκη, η Ερυθρελάτη, η Σημύδα και το Δασόπευκο. Η Σημύδα, η Πενταβέλονη πεύκη και η Ερυθρελάτη αγγίζουν εδώ το νοτιότερο σημείο της κατανομής τους, ενώ η Δασική πεύκη έχει μια μικρή παρουσία λίγων δέντρων και στη Βάλια Κάλντα. Βασικό χαρακτηριστικό του ορεινού δάσους και ειδικά των συστάδων Ερυθρελάτης είναι η έντονη μίξη με άλλα είδη - όχι μόνο κωνοφόρα, όπως το Δασόπευκο, αλλά και πολλά είδη φυλλοβόλων.
Το δασικό περιβάλλον είναι ενιαίο, ωστόσο ποικίλεται από πολλούς βιοτόπους, όπως μικρές λίμνες, μεγάλους ταμιευτήρες, τυρφώνες, στεππώδη τοπία, χαμηλή βλάστηση και γυμνές κορυφές, ενώ τα έντονα όξινα εδάφη της γρανιτικής αρένας ευνοούν την ανάπτυξη ενός πλούσιου υπορόφου από φτέρες. Παράλληλα, το ορεινό δάσος συνέχεται και συμπληρώνεται από απέραντα ημιορεινά δάση δρυών και άλλων φυλλοβόλων, που προσφέρουν ασφαλή καταφύγια στην άγρια πανίδα για τη δύσκολη περίοδο του χειμώνα.
Η διασυνοριακή θέση συνεπάγεται μια εξαιρετικά περιορισμένη ανθρώπινη δραστηριότητα. Βαθιές ιστορικές διαφορές και αιώνες διενέξεων οδήγησαν στη δημιουργία μιας ζώνης μικρής πολιτισμικής συνοχής ανάμεσα στο ελληνικό και το βουλγαρικό στοιχείο της Ροδόπης, δημιουργώντας κατά μήκος των συνόρων μια ζώνη ελάχιστης ανθρώπινης παρουσίας. Η εποχιακή εγκατάσταση των Σαρακατσάνων και η διακριτική παρουσία των Πομάκων δεν άλλαξαν αυτή την εικόνα.
Ένα ιδιόμορφο ιστορικό χρήσης από Σαρακατσάνους, που ασκούσαν αποκλειστικά την ημινομαδική κτηνοτροφία σε κινητές εποχιακές εγκαταστάσεις. Όπως και σε άλλες περιοχές, οι Σαρακατσάνοι διαχειρίστηκαν με σεβασμό το δάσος, απέφυγαν τις μόνιμες κατασκευές και διατήρησαν πολλές ανέγγιχτες ζώνες σε όλη την περιοχή. Με την αναχώρησή τους, το δασικό οικοσύστημα επανήλθε γρήγορα στην αρχέγονη μορφή του.
Μια εξαιρετικά περιορισμένη ανθρώπινη παρουσία, που εστιάζει σε μια και μοναδική δραστηριότητα, την υλοτομία, η οποία υλοποιείται με αειφορικά πρότυπα γύρω από ορισμένα δασικά εργοτάξια, όπως οι εγκαταστάσεις του Φρακτού, της Χαϊντούς, της Ελατιάς, του Λεπίδα, της Παναγιάς κα. Σε μια ενδιαφέρουσα παράλληλη ωφέλεια, η έντονη παρουσία της Δασικής Υπηρεσίας, που επιβλέπει τις υλοτομίες, συνηγορεί στην τήρηση των κανονιστικών και εθιμικών αποφάσεων για το κυνήγι, τον τουρισμό, τη δόμηση και την κτηνοτροφία.
Μια έκκεντρη θέση μέσα στην ήδη άτονη οικονομία της παραμεθόριας ζώνης της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, με άμεσο αποτέλεσμα την απουσία αναπτυξιακών πειραμάτων. Πέραν της δασικής εκμετάλλευσης, μοναδικές δραστηριότητες που είδαν το φως στη Ροδόπη είναι μια σημειακή κτηνοτροφία, ο ήπιος τουρισμός σε μια μικρή ακτίνα γύρω από τα δασικά χωριά και ένας πρωτόγονος θερμαλισμός στις δυο θερμές πηγές της ημιορεινής ζώνης.
Την απουσία οικιστικών πυρήνων σε όλη την ορεινή ζώνη. Παρόλες τις - άτονες - προσπάθειες τουριστικής ανάπτυξης, οι ημιορεινοί και ορεινοί οικισμοί, όπως το Σιδηρόνερο, η Σκαλωτή, το Καρυόφυτο, ο Λειβαδίτης, εξακολουθούν να φθίνουν δημογραφικά, ενώ το Παρανέστι και η Σταυρούπολη υποχωρούν σταδιακά στο ρόλο μικρών παρόδιων σταθμών.
Ο συνδυασμός των πιο πάνω χαρακτηριστικών δημιουργεί ένα μοναδικό περιβάλλον, το οποίο ελκύει και φιλοξενεί είδη των τριών βιοσυνόλων επιρροής - αρκτικά, μεσογειακά, ασιατικά. Τα περισσότερα απο τα είδη αυτά φτάνουν οριακά μέχρι τη Ροδόπη, η οποία αποτελεί έτσι το απώτερο - νοτιότερο, βορειότερο ή δυτικότερο, αντίστοιχα - σημείο εξάπλωσής τους στην ΝΑ Ευρώπη.
Σημείο συνάντησης των τριών αυτών βιοσυνόλων, η Ροδόπη συνιστά μια μεταβατική ζώνη ανάμεσα στην Ανατολία, τη Μεσόγειο και τη Βαλκανική.
Αυτότροφοι οργανισμοί και αποικοδομητές
Η πλούσια καρποφορία της Ερυθρελάτης (Picea abies) προσφέρει άφθονη τροφή στα σποροφάγα πουλιά
Το υπόβαθρο του παραγωγικού συστήματος, η βλάστηση, αποκτά στη Ροδόπη μια συνθετότητα και συμπληρωματικότητα που του εξασφαλίζει μια δυναμική ισορροπία.
Τα μανιτάρια είναι αναπόσπαστο μέρος του δασικού συστήματος
Αν και οι μύκητες δεν είναι πρωτογενείς παραγωγοί, συνδέονται στενά με τη λειτουργία του πρώτου αυτού στρώματος του οικοσυστήματος, εξυπηρετώντας τους κύκλους των ανόργανων ουσιών, επεκτείνοντας τις διατροφικές βάσεις των φυτών και ανακυλώνοντας τα υλικά που έχουν ολοκληρώσει το αρχικό ρόλο τους.
Χάρη στις ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες, η μυκοχλωρίδα της Ροδπόπης είναι ιδιαίτερα ποικίλη και πολυπληθής.
Η Lepiota procera είναι άφθονη σε όλη τη Ροδόπη (εδώ στη Χαϊντού)
Φυτοφάγα ζώα, πόες και βελόνες
Το Ζαρκάδι (Capreolus capreolus) είναι ενεργό από το σούρουπο μέχρι και το πρώτο φως της ημέρας, κυρίως στην επαφή των δασών με τα ανοίγματα
Αμέσως πιο πάνω από τους πρωτογενείς παραγωγούς οργανώνεται η δομή των οργανισμών, μικροσκοπικών, μικρών και μεγάλων, που τρέφονται από τα άμεσα προϊόντα της βλάστησης, τους βλαστούς και τα φύλλα.
Στην ομάδα αυτή, ας πούμε των φυτοφάγων ειδών, ξεχωρίζουν τα θηλαστικά που βόσκουν τους βλαστούς από τις πόες και τα φύλλα δέντρων, καθώς και τα πουλιά που τρέφονται άμεσα από τις βελόνες των κωνοφόρων και τα φύλλα των φυλλοβόλων.
Αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra)
Σε ότι αφορά στα μεγάλα φυτοφάγα θηλαστικά, η Ροδόπη φιλοξενεί έναν πληθυσμό Ελαφιών, ο οποίος - με δεδομένο ότι τα Ελάφια της Πάρνηθας είναι απόγονοι εισαχθέντων ζώων - αποτελεί το μοναδικό αυτόχθονο πληθυσμό της χώρας. Επίσης, φιλοξενεί μεγάλους, αν και άγνωστου μεγέθους, πληθυσμούς Ζαρκαδιών και έναν προφανώς πολυάριθμος πληθυσμό Λαγών. Τέλος, στα βράχια του Παρθένου Δάσους επιζεί ένας από τους λίγους πυρήνες Αγριόγιδου της Νότιας Βαλκανικής: τα Αγριόγιδα της Ροδόπης, μαζί με τις νησίδες του είδους κατά μήκος της Πίνδου, περιγράφουν το ανατολικό και δυτικό άκρο του νοτιότερου ορίου της εξάπλωσης του αλπικού αυτού ζώου στην Ευρώπη.
Δασόκοτα (Tetrastes bonasia) στην Ελατιά
(πατήστε για μεγέθυνση)
Δασόκοτα (Tetrastes bonasia) στην Ελατιά
Στην ίδια ομάδα των καταναλωτών της πρωτογενούς παραγωγής εντάσσονται και αρκετά πουλιά, όπως ο Αγριόκουρκος και η Δασόκοτα, δυο μεγάλοι αγριόγαλοι, για τους οποίους η Ροδόπη όχι μόνο προσφέρει τις κατάλληλες αβιοτικές συνθήκες, αλλά και την τροφή που προτιμούν: τις βελόνες της Ερυθρελάτης.
Βελανίδια, κουκουνάρια και κάψες
Η ζώνη των δρυοδασών στηρίζει έναν αξιόλογο πληθυσμό Αγριογούρουνων, ενώ στο ορεινό δάσος αφθονεί ο Σκίουρος.
Ο Σκίουρος (Sciurus vulgaris) απαντάται κυρίως στο ορεινό δάσος, σε όλων των ειδών τα κωνοφόρα, από τα Μαυρόπευκα της Χαϊντούς έως τις Ερυθρελάτες της Ελατιάς
Από μια πρόσφατη μελέτη της ποικιλότητας και των πληθυσμών των πουλιών στο δασικό περιβάλλον της Ροδόπης προκύπτει ότι σε οτι αφορά τον αριθμό των ειδών, το πιο φιλόξενο περιβάλλον στην ημιορεινή ζώνη είναι το δρυοδάσος, ενώ στο ορεινό δάσος τα καθοριστικά συστατικά είναι η Οξιά, η Σημύδα και η Ερυθρελάτη είτε ως αμιγείς συστάδες είτε σε μίξη ανά δύο ή με Δασόπευκο. Στην ίδια μελέτη επισημαίνεται ότι το φτωχότερο περιβάλλον σε αριθμό ειδών πουλιών είναι οι αμιγείς συστάδες Μαυρόπευκου.
Εδώ αξίζει να προσθέσουμε ότι το δασικό στοιχείο προσφέρει στα πουλιά, εκτός από χώρο κάλυψης και καταφυγίου, και ευκαιρίες διατροφής, δηλαδή σπόρους. Σε ότι αφορά τους σπόρους, είναι σαφές ότι οι βελανιδιές και τα κωνοφόρα - και ειδικά η Ερυθρελάτη - προσφέρουν τις μεγαλύτερες και θρεπτικότερες ποσότητες σε σχέση με την Οξιά και τη Σημύδα. Για παράδειγμα, εκτιμάται ότι η Ερυθρελάτη παράγει έναν μεγάλο αριθμό κουκουναριών (με μέση τιμή τους 400 κώνους)· καθώς κάθε κουκουνάρι περιέχει κατά μέσο όρο 300 σπόρους των 7-8 mg, υπολογίζεται ότι ένα μόνο δέντρο μπορεί να δώσει σχεδόν ένα κιλό κουκουναρόσπορο. Για σύγκριση, ο κώνος του Μαυρόπευκου περιλαμβάνει μόνο 30-40 σπόρους.
Πευκοδρυοκολάπτης (Dendrocopos major) αποσπά τους σπόρους από κουκουνάρι Ερυθρελάτης, που το έχει σφηνώσει σε σχισμή κορμού γέρικης Ιτιάς
Ωστόσο, όπως όλα τα δέντρα, έτσι και τα είδη του ορεινού δάσους δεν έχουν την ίδια παραγωγή καρπών ανά έτος. Η Ερυθρελάτη υπόκειται σε έναν τριετή κύκλο «καλών» και «κακών» χρονιών, ενώ στο Μαυρόπευκο αυτός ο κύκλος μπορεί να είναι και πενταετής. Καθώς αυτές οι διακυμάνσεις επηρεάζονται και από κλιματικούς παράγοντες (πχ. ξηρασία), είναι πιθανόν όλο το δασικό σύστημα να περνά χρονιές χαμηλής παραγωγικότητας, κατά τις οποίες οι πληθυσμοί των ζώων δοκιμάζονται και προφανώς πλήττονται. Πάντως, η ποικιλία κωνοφόρων της Ροδόπης προσφέρει ένα περιβάλλον μεγάλης σταθερότητας, που συντηρεί σημαντικούς πληθυσμούς πουλιών. Παράλληλα, παρόλη την επίδραση των υλοτομιών, παρατηρείται μεγάλη ποικιλία ηλικιών, μετρητικών χαρακτηριστικών και καταστάσεων υγείας των δέντρων, μια σύνθεση που ευνοεί την ποικιλότητα της ορνιθοπανίδας.
Οι ενομοφάγοι οργανισμοί
Η δενδρώδης βλάστηση και κυρίως τα κωνοφόρα φιλοξενούν ένα πλήθος μικρών οργανισμών, όπως ακάρεα, που τρέφουν δεκάδες είδη πουλιών καθώς και άλλους οργανισμούς.
Χιονοκότσυφας (Turdus torquatus) στις κορυφές των ελάτων
Αντίστοιχα, τα αναρίθμητα ρέματα μόνιμης ροής, αλλά και οι μικρές λίμνες, εκτός των αμφιβίων, φιλοξενούν μια μεγάλη ποικιλία από έντομα, μαλάκια και άλλα ασπόνδυλα. Στη ζώνη των γρανιτών, όπου το υδρογραφικό δίκτυο χαρακτηρίζεται από απότομες κοίτες, μέτριες παροχές και υψηλές ταχύτητες υδάτων χαμηλής θερμοκρασίας, οι ρεματιές προσελκύουν ορισμένα πουλιά, όπως ο Νεροκότσυφας, που τρέφονται αποκλειστικά από λάρβες και ώριμα έντομα που ανήκουν στις τάξεις των Τριχοπτέρων, των Εφημεροπτέρων και των Διπτέρων, καθώς και κάποια ακόμα ασπόνδυλα. Στις χαμηλότερες ρεματιές, τους Νεροκότσυφες συμπληρώνουν ή αντικαθιστούν οι σουσουράδες.
Παράλληλα, το έντονο ανάγλυφο των χαραδρών και των απόκρημνων πλαγιών συνηγορεί στη δημιουργία απροσπέλαστων ζωνών, όπου οι φυσικές διαδικασίες ολοκληρώνονται σε χρονικές κλίμακες δεκαετιών καταλήγοντας σε δέντρα στρεβλά, προσβεβλημένα από ξυλοφάγα κολεόπτερα, κεραυνοβολημένα ή ξερά που τρέφουν τους Δρυοκολάπτες, στέγουν τους Σκίουρους και φιλοξενούν τα μανιτάρια.
Η δυναμική του δάσους στη μικρή χρονική κλίμακα
Με εξαίρεση τις ζώνες αυστήρης προστασίας, το δάσος της Ροδόπης υλοτομείται, προσφέροντας δασικά προϊόντα υψηλής αξίας και μια καίρια ευκαιρία απασχόλησης στους ορεινούς πληθυσμούς. Όπως και όλα τα άλλα ορεινά Εθνικά Πάρκα της χώρας, όπως της Βόρειας Πίνδου, του Ολύμπου και της Οίτης, το Εθνικό Πάρκο Οροσειράς Ροδόπης εντάσσει τη δασική εκμετάλλευση στις περιφερειακές ζώνες τους, εφαρμόζοντας - και δοκιμάζοντας - τη συμβατότητα της διαχείρισης με την προστασία της βιοποικιλότητας. Η Ροδόπη αποτελεί το μεγαλύτερο «εργαστήριο» αυτού του τύπου: μέσα στον αχανή δασικό χώρο της, οι ζώνες απόλυτης προστασίας - τα φρούρια της βιοποικιλότητας - περιβάλλονται από μεγάλες ζώνες συστηματικής υλοτομίας.
Η Λοφιοπαπαδίτσα (Lophophanes cristatus) - άφθονη στα διαχειριζόμενα δάση της Ροδόπης - είναι από τα είδη-δείκτες της ποιότητας του δάσους
(πατήστε για μεγέθυνση)
Η Λοφιοπαπαδίτσα (Lophophanes cristatus) - άφθονη στα διαχειριζόμενα δάση της Ροδόπης - είναι από τα είδη-δείκτες της ποιότητας του δάσους
Πρόσφατες μελέτες από χώρες με δάση ψυχρόβιων ειδών, όπως η Ερυθρελάτη και η Σημύδα, έχουν δείξει ότι οι αλλαγές στη δομή του δάσους που επιφέρουν οι δασικές εργασίες αυξάνουν την «εντροπία» του συστήματος, συγκρατώντας μια μεγάλη ποικιλία οργανισμών. Η εικόνα αυτή αποτυπώνεται και στη Ροδόπη, όπου όλες σχεδόν οι παρεμβάσεις - από τις αραιώσεις των δέντρων και του υπορόφου, τη διάνοιξη των δασικών δρόμων, τα δασικά απορρίμματα, τα πρέμνα, ακόμα και τους λασπόλακκους και τους εγκαταλελειμένους στοιβαγμένους κορμούς - οδηγούν σε μια «αύξηση της αταξίας», που για το φυσικό κόσμο μεταφράζεται ως αύξηση των ευκαιριών.
Η κορυφή της πυραμίδας
Στις εισόδους της ορεινής ζώνης έχει καταγραφεί το Βρωμοκούναβο (Mustela putorius), σαρκοφάγο της οικογένειας της νυφίτσας που μοιάζει με κουνάβι. Το είδος έχει κυρίως βορειο-ευρωπαϊκή κατανομή και στην Ελλάδα έχει καταγραφεί στο συνοριακό τόξο από την Πίνδο μέχρι τη Θράκη, με αρκετές αναφορές και από τη Ροδόπη.
Στην ημιορεινή, κυρίως, ζώνη, επιβιώνει ένας σημαντικός, τόσο σπό δημογραφική, όσο και από γεωγραφική οπτική, αριθμός από Αρκούδες. Ο πυρήνας της Ροδόπης τροφοδοτεί τις απόπειρες επέκτασης του είδους προς το Φαλακρό και πρόσφατα το Παγγαίο, βουνά όπου οι αρκούδες είναι υπερβολικά εκτεθειμένες σε συγκρούσεις και απώλειες.
Ακόμα, η Ροδόπη αποτελεί το απώτερο καταφύγιο των ομάδων των Λύκων που κινούνται στην ημιορεινή και αγροτική ζώνη της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης.
Τέλος, είναι παρόντα όλα τα δασικά είδη θηλαστικών, με εμφανέστερο τον ημερόβιο Σκίουρο, τον Αγριόγατο, το Δενδροκούναβο, τη Νυφίτσα και τον Ασβό στα χαμηλά, καθώς και μια μεγάλη ποικιλία από Μυωξούς, Μυγαλές, Ποντίκια, Ασπάλακες και Χειρόπτερα. Αναλυτική αναφορά στα θηλαστικά που έχουν καταγραφεί στη Ροδόπη παρουσιάζεται στη σελίδα Θηλαστικά της Ροδόπης.
Κείμενο & φωτογραφίες: Τ. Αδαμακόπουλος
Πηγές
Xirouchakis St., 2005. The avifauna of the western Rodopi forests (N. Greece). Belg. J. Zool., 135 (2) : 261-269
Dominik K., P. Zasadil, J. Hošek, V. Barták, K. Šťastný 2021. Large trees as a key factor for bird diversity in spruce-dominated production forests: Implications for conservation management. In: Forest Ecology and Management, V. 496.
Lindbladh M., Lindström Å., Hedwall P., Felton A. 2017. Avian diversity in Norway spruce production forests – How variation in structure and composition reveals pathways for improving habitat quality. In: Forest Ecology and Management, V. 397
Włodzimierz B., Konecka A., Sacharczuk J., Ledochowicz A. 2021. Seed Production and Its Quality in Norway Spruce (Picea abies) Seed Orchard Originated from the Białowieża Primeval Forest. Environ. Sci. Proc. 3(1), 33
Τσιαούση, Β. (Υπεύθυνη Σύνταξης) 1996. Ειδικό Διαχειριστικό Σχέδιο για την Περιοχή Ελατιά (GR140003). Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας-Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων/Υγροτόπων. Θέρμη. σελ. 197

