Οι ορχιδέες της Ελλάδας
Οι ορχιδέες (Orchidaceae) είναι μία από τις πολυπληθέστερες σε μέλη οικογένειες του φυτικού κόσμου: περιλαμβάνει περίπου 800 γένη και περισσότερα από 25.000 είδη και υποείδη. Κατ' εξοχήν φυτά της τροπικής και υποτροπικής ζώνης, εκπροσωπούνται στην ευρωπαϊκή χλωρίδα με ένα σχετικά μικρό αριθμό μελών· παρότι αριθμητικά περιορισμένες, οι ορχιδέες είναι η πιο εντυπωσιακή ομάδα φυτών της ελληνικής χλωρίδας, πραγματικά στολίδια της φύσης.

Μια μοναχική Orchis mascula αντικρίζει τον κύριο όγκο της Γκαμήλας από τα 1500 μ. του περάσματος της Μόρφας
Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου
Πατήστε για μεγέθυνση
Μια μοναχική Orchis mascula αντικρίζει τον κύριο όγκο της Γκαμήλας από τα 1500 μ. του περάσματος της Μόρφας
Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου
Οι ορχιδέες είναι μονοκοτυλήδονα φυτά, με φύλλα επιμήκη, αδιαίρετα και ευθύγραμμη νεύρωση. Σε σχέση με άλλα βολβώδη φυτά, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους είναι το ριζικό σύστημα, η μορφολογία του άνθους, ο τρόπος επικονίασης και η βιολογία της βλάστησης.
Το ριζικό σύστημα, δηλαδή το τμήμα που σε όλα τα φυτά εξασφαλίζει τη στερέωση στο έδαφος και τη συγκέντρωση νερού και οργανικών και ανόργανων στοιχείων, στις ορχιδέες επιτελεί δυο ακόμα λειτουργίες: την αποθήκευση θρεπτικών ουσιών και την ανάπτυξη συμβιωτικών σχέσεων με υπόγεια μυκήλια. Το ριζικό σύστημα μπορεί να έχει ποικίλες μορφές, με πιο συνήθη αυτή των ωοειδών κονδύλων, που παραπέμπουν σχηματικά σε όρχεις, ομοιότητα από την οποία προέρχεται και το όνομα της οικογένειας.
Τα άνθη των ορχιδεών διατάσσονται συμμετρικά γύρω από το βλαστό, σχηματίζοντας μια περισσότερο ή λιγότερο πολυμελή ταξιανθία. Η μορφολογία τους είναι πολύ ιδιαίτερη και χαρακτηρίζεται από την κεκλιμένη θέση του άνθους και τη διαμόρφωση ενός πλατιού χείλους (συχνά με θυρεό), που πλαισιώνεται από δύο πέταλα και ένα μεγάλο σέπαλο, που περιβάλλουν το πλήκτρο και το γόνιμο στήμονα.

Ένα Limodorum abortivum στον Εθνικό Δρυμό Οίτης
Πατήστε για μεγέθυνση
Ένα Limodorum abortivum στον Εθνικό Δρυμό Οίτης
Όπως και στα άλλα φυτά, η επικονίαση των ορχιδεών γίνεται από έντομα, που προσελκύονται από το άρωμα και το νέκταρ των ανθέων. Επιπλέον, πολλά είδη ορχιδέας, όπως τα μέλη του γένους Ophrys, έχουν αναπτύξει μια στρατηγική οπτικού και σεξουαλικού μιμητισμού, ελκύοντας με σχήματα, χρώματα και φερομόνες συγκεκριμένα είδη εντόμων, τα οποία παρασύρονται σε κινήσεις ζευγαρώματος με το εσωτερικό τμήμα διαδοχικών ανθέων, μεταφέροντας έτσι τη γύρη από το ένα φυτό στο άλλο.
Μετά τη γονιμοποίηση, οι μικροσκοπικοί σπόροι μεταφέρονται από τον άνεμο. Η βλάστηση των σπόρων γίνεται με τη βοήθεια μυκηλίων και η ανάπτυξη νέου φυτού μπορεί να καθυστερήσει από ένα χρόνο έως μια δεκαετία.
Χάρη στην ιδιαίτερη βιογεωγραφική θέση και τη μεγάλη ποικιλία περιβαλλοντικών συνθηκών, η Ελλάδα φιλοξενεί σχεδόν 100 είδη ορχιδεών, που απλώνονται από τα παράλια μέχρι την περίμετρο των κορυφών των μεγάλων βουνών. Το κεφάλαιο παρουσιάζει αναλυτικά τα 19 γένη των ελληνικών ορχιδεών και τα περισσότερα είδη τους, με περιγραφές και φωτογραφίες. Σε όλες τις περιπτώσεις έχει ακολουθηθεί η κατάταξη ειδών και υποειδών του καταλόγου Vascular plants of Greece, όπως συντάχθηκε το 2013 από τους P. Dimopoulos, Th. Raus, Er. Bergmeier, Th. Constantinidis, Gr. Iatrou, St. Kokkini, Arne Strid και D. Tzanoudakis και όπως επικαιροποιείται έκτοτε on-line.
Το γένος Anacamptis
Το γένος Anacamptis αντλεί το όνομά του από τα ελληνικά - εν προκειμένω από το ρήμα «ανακάμπτω», με την κυριολεκτική έννοια του "γέρνω προς τα πίσω". Το όνομα του είδους αναφέρεται στο σχήμα της ταξιανθίας, που κάποιες φορές είναι εμφανώς πυραμιδοειδές.
Με τις πρόσφατες ταξινομικές αναθεωρήσεις, το γένος Anacamptis έχει "περισυλλέξει" αρκετά είδη από άλλα γένη και αποτελεί πλέον μια ομάδα που καλύπτει μεγάλο εύρος βιοτόπων, από ξηρές έως και βραχώδεις πλαγιές (πχ., Anacamptis coriophora subsp. fragrans και Anacamptis papilionacea), λιβάδια του δρυοδάσους (πχ., Anacamptis laxiflora), λιβάδια του ορεινού δάσους (πχ., Anacamptis laxiflora και Anacamptis pyramidalis) και υποαλπικά λιβάδια (πχ., Anacamptis morio). Έτσι, το γένος Anacamptis περιλαμβάνει τα πιο κάτω εννέα είδη:
- Anacamptis boryi
- Anacamptis collina
- Anacamptis coriophora
- Anacamptis laxiflora subsp. laxiflora
- Anacamptis morio
- Anacamptis palustris
- Anacamptis papilionacea
- Anacamptis pyramidalis
- Anacamptis sancta
Anacamptis collina

Anacamptis collina (Ταΰγετος)
Η Anacamptis collina (συνώνυμο Orchis collina) είναι μία ορχιδέα της Νότιας Ελλάδας, με εξάπλωση σε όλη τη Μεσογειακή λεκάνη και τη Δ. Ασία, που μπορεί να φτάσει τα 40 εκ. σε ύψος. Τα άνθη της είναι σχετικά μεγάλα, συνήθως ανοιχτά ρόδινα στο πλατύ χείλος, και εμφανίζονται σε κάπως σπειροειδή διάταξη πάνω στον κοκκινοπράσινο βλαστό. Είναι μάλλον ασύνηθες είδος σε αρκετά νησιά του Αιγαίου και το συναντάμε σε πετρολίβαδα και φρύγανα.
Anacamptis coriophora

Anacamptis coriophora (Γεράνεια)
Μία αρκετά κοινή και διαδεδομένη στην Κρήτη και την ηπειρωτική Ελλάδα ορχιδέα, που φύεται συνήθως σε μάλλον ξηρές θέσεις, σε πετρώδεις πλαγιές ανάμεσα σε φρύγανα. Τα πυκνής διάταξης άνθη της με το ευχάριστο άρωμα (όπως υποδηλώνει το όνομα του υποείδους, fragrans = εύοσμος) φέρουν κοκκινωπούς προς βυσσινί χρωματισμούς, αλλά και ανοιχτότερες λευκοπράσινες περιοχές στους λοβούς του χείλους.
Αναλόγως με την ταξινομική προσέγγιση, η ορχιδέα αυτή μπορεί να αντιμετωπίζεται ως διακριτό είδος (Anacamptis fragrans), ή υποείδος της Anacamptis coriophora (Anacamptis coriophora subsp. fragrans). Στην Ελλάδα έχει ταξινομηθεί και το τυπικό είδος και το υποείδος coriophora.
Anacamptis laxiflora

Anacamptis laxiflora (Τυμφρηστός)
Η Anacamptis laxiflora (συν. Orchis laxiflora) είναι μια χαρακτηριστική Anacamptis των υγρών τοποθεσιών, που τη συναντάμε σε ορεινά λιβάδια, κοντά σε πηγές και γύρω από βάλτους, όπου μπορεί να είναι άφθονη. Παλαιότερα ήταν αρκετά κοινό είδος, καθώς όμως οι βιότοποί της περιορίζονται σε διασπορά και έκταση, έχει κυρίως τοπική παρουσία.
Το είδος έχει εξάπλωση στη μεσογειακή λεκάνη και την Ανατολία. Στην Ελλάδα είναι παρούσα σε όλη τη χώρα, συμπεριλαμβανόμένης της Κρήτης και των περισσότερων νησιών.
Anacamptis morio
Η Anacamptis morio (μέχρι πρόσφατα Orchis morio) είναι μία ευρύτατα διαδεδομένη μικρή ορχιδέα, που θα τη συναντήσουμε σε όλη την Ελλάδα σε ανοιχτές περιοχές, από φρύγανα και θαμνότοπους έως αραιά δάση και ανοίγματα δασών, σε μεγάλο υψομετρικό εύρος, από πολύ χαμηλά μέχρι και πάνω από τα 1500 μ. Συχνά σχηματίζει σχετικά πυκνούς πληθυσμούς.

Anacamptis morio (Υμηττός)
Αναλόγως του υψομέτρου, μπορεί να βρίσκεται σε άνθιση από τον Μάρτιο έως τον Ιούνιο. Τα άνθη της βγαίνουν σε μία σχετικά συμπαγή ταξιανθία και το χρώμα τους ποικίλει από ανοιχτό ροζ έως σκούρο μωβ, ενώ στο μέσο του χείλους η περιοχή είναι λευκότερη με διάστικτες κουκκίδες. Η ποικιλομορφία αυτή στους χρωματισμούς θεωρείται ότι είναι υπεύθυνη για το όνομα του είδους (morio = τρελός, στα λατινικά, από το ελληνικό ‘μωρός’). Χαρακτηριστικά, επίσης, είναι και τα πλευρικά σέπαλα με τις κατά μήκος πράσινες έως μωβ νευρώσεις. Η εξάπλωσή της καταλαμβάνει όλη την Ευρωπαϊκή ήπειρο και ανατολικά μέχρι το Ιράν. Στην Ελλάδα έχει ταυτοποιηθεί το τυπικό είδος και το υποείδος caucasica.
Anacamptis palustris
Ο Anacamptis palustris (παλιότερα Orchis palustris) ενδημεί σε έλη και υγρά λιβάδια, σε όλη σχεδόν την ηπειρωτική χώρα. Η ευρύτερη εξάπλωσή της είναι Βαλκανική και ασιατική. Ρωμαλέο φυτό που μπορεί να φτάσει το 1 μ, σε ύψος, φέρει πολυμελή ταξιανθία και 3-5 λογχοειδή φύλλα. Στην Ελλάδα έχει αναγνωριστεί τόσο το τυπικό είδος, όσο και δύο υποείδη, τα elegans και palustris.
Anacamptis papilionacea

Anacamptis papilionacea (Όλυμπος)
Η Anacamptis papilionacea είναι μία από τις συχνά συναντώμενες ορχιδέες, σε βιότοπους όπως φρύγανα, χέρσους αγρούς και λιβάδια. Τα εντυπωσιακά άνθη της φέρουν λευκορόδινο πεπλατυσμένο χείλος, με χαρακτηριστικές γραμμώσεις, καθώς και κατά κανόνα σκουρότερα πλευρικά σέπαλα και πέταλα. Το ιδιαίτερο σχήμα των ανθέων της, που θυμίζει πεταλούδα, της έχει προσδώσει το όνομά της (papilio=πεταλούδα, στα λατινικά). Εξαπλώνεται στην περιμεσογειακή ζώνη και τη Μικρά Ασία.
Θα τη βρούμε σε όλη την Ελλάδα. Στη χώρα μας έχουν αναγνωριστεί το τυπικό είδος και υποείδη aegaea, alibertis και papilionacea.

Anacamptis papilionacea subsp. aegaea (Τήνος)
Το υποείδος Anacamptis papilionacea subsp. aegaea ενδημεί στην Κρήτη, την Πελοπόννησο, τη Στερεά, τα Επτάνησα και τα νησιά του Αιγαίου και εκτός Ελλάδας εξαπλώνεται στα Βαλκάνια και την Αιτολία.
Anacamptis pyramidalis

Anacamptis pyramidalis (Ταΰγετος)
Ο Anacamptis pyramidalis είναι μια από τις πιο εντυπωσιακές αλλά και από τις πιο διαδεδομένες ορχιδέες - στις αρχές Απριλίου θα την βρούμε σε όλες τις ξηρές πλαγιές, συνήθως κατά μικρές, αραιές ομάδες.
Anacamptis sancta

Anacamptis sancta (Τήνος)
Η Anacamptis sancta (συνώνυμο Orchis sancta) είναι μια ιδιαίτερη ορχιδέα, με ανατολικομεσογειακή εξάπλωση (Κύπρος, Τουρκία, Παλαιστίνη). Στην Ελλάδα έχει καταγραφεί στη Ρόδο, Κάρπαθο, Κρήτη, Κεντρικές Κυκλάδες και μερικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Πήρε το όνομα sancta (ιερή) λόγω του ότι περιγράφηκε για πρώτη φορά στην Παλαιστίνη.
Το γένος Cephalanthera
Το όνομα του γένους (Κεφαλάνθηρο) προέρχεται από την μορφή του ανθήρα, που μοιάζει με κεφάλι. Στην Ελλάδα ενδημούν πέντε είδη.
- Cephalanthera cucullata
- Cephalanthera damasonium
- Cephalanthera epipactoides
- Cephalanthera longifolia
- Cephalanthera rubra
Cephalanthera cucullata

Cephalanthera cucullata (Εθνικός Δρυμός Σαμαριάς)
Μία σπανιότατη ορχιδέα που φύεται αποκλειστικά στις ορεινές περιοχές της Κρήτης (Λευκά Όρη, Ψηλορείτης, Δίκτη). Αναγνωρίζεται μάλλον εύκολα, καθώς φέρει πανέμορφα κατάλευκα άνθη (κάποιες φορές ροδίζουν ελαφρώς) που ανοίγουν ελάχιστα, έτσι που να θυμίζουν την όψη κουκουλωμένου ανθρώπου (εξ ου και το όνομα cucullata). Χαρακτηριστικό του είδους, επίσης, είναι το φυτά δεν φέρουν φύλλα βάσης και τα φύλλα επάνω στο ανθοφόρο βλαστό εγκολπώνονται γύρω από αυτόν.
Το κύριο ενδιαίτημά της είναι τα μικτά δάση κυπαρισσιών, πουρναριών και σφενδαμιών των κρητικών βουνών, συχνότατα πολύ κοντά σε σημεία με τρεχούμενο νερό (μόνιμα η εποχικά), υποδηλώνοντας την ανάγκη της για αυξημένη υγρασία αέρα και εδάφους.
Το Κρητικό κεφαλάνθηρο είναι είδος που βρίσκεται σε καθεστώς απειλής, καθώς σχηματίζει μόνο μικρούς πληθυσμούς (συχνά μικρότεροι από 15 άτομα), με τα άτομα να μην εμφανίζουν κάθε χρόνο υπέργεια ανάπτυξη, ενώ προτιμάται ιδιαίτερα από τα αιγοπρόβατα. Η πιο γνωστή αποικία βρίσκεται στον Ψηλορείτη. Στα Λευκά Όρη, απαντά σε 4-5 διάσπαρτες τοποθεσίες, με τον σημαντικότερο πληθυσμό να βρίσκεται κοντά στο χωριό Κουστογέρακο, ενώ μια ακόμα ομάδα βρίσκεται στο Εθνικό Δρυμό Σαμαριάς.
Cephalanthera damasonium

Cephalanthera damasonium (Τυμφρηστός)
Από τα τρία λευκά κεφαλάνθηρα της ηπειρωτικής Ελλάδας, η Cephalanthera damasonium είναι συνηθέστερη στα βουνά. Θα την βρούμε στα δρυοδάση και τον ψηλό θαμνώνα, όπου ανθίζει στα μέσα της άνοιξης.
Είναι φυτό της περιμεσογειακής ζώνης και ενδημέι σε όλη την Ελλάδα, εκτός των Κυκλάδων.
Cephalanthera longifolia

Cephalanthera longifolia (Λ. Πλαστήρα)
Η Cephalanthera longifolia (Κεφαλάνθηρο το μακρόφυλλο) οφείλει το όνομά της στα μακριά φύλλα (σε αντίθεση με την Cephalanthera damasonium που έχει κοντά φύλλα).
Με ευρωπαϊκή-μεσανατολική κατανομή, είναι το πιο διαδεδομένο είδος του γένους Cephalanthera και απαντάται σε δάση, ξέφωτα και χαμηλούς θαμνώνες, σε υψόμετρο από 400-1500μ. σε όλη την Ελλάδα.
Cephalanthera rubra

Cephalanthera rubra (Πάρνηθα)
Το όνομα του είδους αναφέρεται στο λαμπερό κοκκινο-ροζ χρώμα του (rubra=κόκκινη). Το εντυπωσιακό αυτό Κεφαλάνθηρο είναι αρκετά κοινό στη μέση ζώνη του ελατοδάσους, κυρίως σε σκιερές και υγρές θέσεις.
Η Cephalanthera rubra έχει ευρωπαϊκή-μεσανατολική κατανομή. Στην Ελλάδα απαντάται σε όλη τη χώρα, εκτός των Κυκλάδων και της Κρήτης.
Το γένος Coeloglossum
Το γένος Coeloglossum περιλαμβάνει ένα μόνο είδος στην Ελλάδα, το Coeloglossum viride.
Coeloglossum viride

Coeloglossum viride (Γράμμος)
Το Coeloglossum viride είναι μια σχετικά δυσεύρετη ορχιδέα των υγρών λιβαδιών του ορεινού δάσους, καθώς και των υγρών τοποθεσιών της υποαλπικής ζώνης (υποαλπικές λίμνες, βάλτοι υψομέτρου, ρυάκια). Εξαπλώνεται σε όλη τη βόρεια εύκρατη ζώνη, ενώ στην Ελλάδα περιορίζεται στα βουνά των συνόρων και την Βόρεια Πίνδο (αν και έχει βρεθεί σε λίγες θέσεις στην Νότια Πίνδο).
Το γένος Corallorhiza
Το γένος Corallorhiza περιλαμβάνει ένα μόνο είδος στην Ελλάδα, το Corallorhiza trifida.
Corallorhiza trifida

Corallorhiza trifida (Όλυμπος)
Το γένος Dactylorhiza
Το όνομα των Δακτυλοριζών (γένος Dactylorhiza) προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις "δάκτυλος" και "ρίζα" (με τη λέξη "ῥίζα" να δασύνεται στα αρχαία ελληνικά, εξ' ου και το "h" στο rhiza) και αναφέρεται στους κονδύλους του φυτού, που μπορεί να έχουν έως 5 λοβούς, οπότε μοιάζουν με τα δάκτυλα του χεριού.
Το γένος Dactylorhiza εκπροσωπείται στην Ελλάδα με 8 είδη.
- Dactylorhiza baumanniana.
- Dactylorhiza cordigera
- Dactylorhiza iberica
- Dactylorhiza incarnata
- Dactylorhiza kalopissii
- Dactylorhiza romana
- Dactylorhiza saccifera
- Dactylorhiza sambucina
Dactylorhiza baumanniana

Dactylorhiza baumanniana (Βαρδούσια)
Η Dactylorhiza baumanniana είναι μια μέτριου ύψους αλλά στιβαρή ορχιδέα, που ενδημεί στα πλυμμηρισμένα από νερό εδάφη κατα μήκος των ρυακιών ή γύρω από τις αναβλύσεις. Τα λογχοειδή φύλλα της φέρουν διάφορα χρωματικά πρότυπα, ενώ τα ιώδη άνθη της έχουν ένα προτεταμένο χείλος με πλούσια διακόσμηση από λευκωπά συμμετρικά γραμμικά σχέδια. Στην Ελλάδα έχουν αναγνωριστεί το τυπικό είδος και τα υποείδη baumanniana και smolikana.
Το όνομα του είδους φέρει το όνομα του γερμανού βοτανικού Helmut Baumann (1937–2014), που αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ερευνητικής ζωής του στις ορχιδέες, περιγράφοντας τουλάχιστον 19 νέα είδη και υποείδη.
Dactylorhiza cordigera

Dactylorhiza cordigera (Οίτη)
Η Dactylorhiza cordigera είναι μία ακόμα Dactylorhiza των υγρών θέσεων, που φύεται δίπλα σε ρέματα και άλλα τρεχούμενα νερά. Η ταξιανθία της είναι αρκετά πυκνή και εμφανίζει μεγάλη ποικιλομορφία στο χρωματισμό (από ανοιχτό ρόδινο έως σκούρο μωβ) και τη μορφή του άνθους. Σχετικά συνεπές, πάντως, είναι το σχεδόν ακέραιο και μάλλον πεπλατυσμένο χείλος, το οποίο φέρει σχέδια, άλλοτε σαφέστερα και άλλοτε λιγότερο ευκρινή. Είναι είδος με σαφή βαλκανική εξάπλωση, ενώ στην Ελλάδα συναντάται διάσπαρτα σε ορεινές τοποθεσίες της ηπειρωτικής χώρας, όπου συναντάμε το τυπικό είδος και τα υποείδη cordigera και pindica.
Dactylorhiza iberica

Dactylorhiza iberica (Οίτη)
Άλλη μία ορχιδέα του γένους Dactylorhiza, με πολύ αραιότερη εμφάνιση σε σχέση με άλλα είδη του γένους. Φαίνεται να προτιμάει αυστηρά θέσεις με την αυξημένη υγρασία που δημιουργούν τα ρέοντα ύδατα. Η ταξιανθία της δεν είναι ιδιαίτερα πυκνή, ενώ το χαρακτηριστικό των λευκορόδινων ανθέων είναι ότι το χείλος είναι κατά βάση ακέραιο, με μόνο μικρές εγκοπές στο κάτω μέρος που δημιουργούν μία μυτερή απόληξη στο κεντρικό τμήμα του.
Η ορχιδέα εμφανίζεται σποραδικά στα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας, ενώ έχει σχετικά περιορισμένη εξάπλωση στην Ανατολική Μεσόγειο μέχρι τον Καύκασο – σε πλήρη αντίθεση με το όνομά της που παραπέμπει στην Ιβηρική χερσόνησο.
Dactylorhiza romana

Dactylorhiza romana (Δίρφυς)
Μία όμορφη ορχιδέα, η Dactylorhiza romana (Δακτυλόριζα της Ρώμης) είναι χαρακτηριστική εκπρόσωπος του γένους της στη Νότια Ελλάδα. Ξεχωρίζει για το ανερχόμενο οπίσθιο πλήκτρο της. Τα άνθη της μπορεί να είναι λευκά ή ρόδινα. Εμφανίζεται σε ξέφωτα και φωτεινές θέσεις μέσα σε δάση, φρύγανα και θαμνώνες.
Στη χώρα μας έχουν ταξινομηθεί το τυπικό είδος και υποείδος romana.
Dactylorhiza saccifera

Dactylorhiza saccifera (Οίτη)
Μία αρκετά διαδεδομένη ορχιδέα των ορεινών δασών, η οποία προτιμάει υγρές θέσεις, κοντά σε τρεχούμενα νερά, πηγές ή αυλάκια δρόμων. Έχει πυκνή ταξιανθία με άνθη που μπορεί να εμφανίζουν μεγάλη ποικιλομορφία στο χρωματισμό και το σχήμα. Τα άνθη είναι συνήθως ροζ – ιώδη με λευκές περιοχές, το χείλος της είναι τρίλοβο, με το μεσαίο λοβό να είναι ορισμένες φορές επιμηκυσμένος, ενώ φέρει και ποικίλα σκουρότερα σχέδια αποτελούμενα από γραμμές και κηλίδες.
Είναι είδος με μεσογειακή εξάπλωση και στην Ελλάδα διασπείρεται στα βουνά όλης της ηπειρωτικής χώρας. Έχουν αναγνωριστεί το τυπικό είδος και το υποείδος saccifera.
Dactylorhiza sambucina

Dactylorhiza sambucina (Χελμός)
Μία ποικιλόμορφη εντυπωσιακή ορχιδέα, που φύεται γενικά σε υγρές θέσεις δασών και λιβαδιών και κοντά σε τρεχούμενα νερά, σε υψόμετρα πάνω από 500 μ. Απαντά σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ η εξάπλωσή της περιλαμβάνει σχεδόν όλη την Ευρωπαϊκή ήπειρο.
Ανάλογα με το υψόμετρο ανθίζει από Απρίλιο μέχρι και Ιούλιο, αναπτύσσοντας μία πυκνή ταξιανθία με πολυάριθμα άνθη, φτάνοντας μέχρι και τα 40 εκ. σε ύψος. Το χρώμα των ανθέων ποικίλει ιδιαίτερα, ακόμα και μέσα στον ίδιο πληθυσμό, από ανοιχτά ή πιο έντονα κίτρινο με κοκκινωπά στίγματα μέχρι έντονο μωβ. Το όνομά της προέρχεται από το χαρακτηριστικό σχήμα της πολυσχιδούς κονδυλώδους ρίζας (σαν χέρι με δάκτυλα), ενώ για το όνομα sambucina προτάσσονται δύο εκδοχές: είτε ότι η οσμή του θυμίζει αυτή του σαμπούκου (κουφοξυλιά, Sambucus nigra), είτε ότι το χείλος του άνθους μοιάζει με σαμβύκη, είδος ρωμαϊκής άρπας (sambuca, στα λατινικά).
Το γένος Epipactis
Το όνομα του γένους προέρχονται από την αναφορά του Διοσκουρίδη στον ελλέβορο, που στην εποχή του λεγόταν και επιπακτίς. Το γένος Epipactis εκπροσωπείται στην Ελλάδα με 16 είδη.
- Epipactis atrorubens
- Epipactis cretica
- Epipactis degenii
- Epipactis greuteri
- Epipactis halacsyi
- Epipactis helleborine
- Epipactis leptochila
- Epipactis microphylla
- Epipactis olympica
- Epipactis palustris
- Epipactis persica
- Epipactis pinovica
- Epipactis pontica
- Epipactis purpurata
- Epipactis subclausa
- Epipactis turcica
Epipactis helleborine

Epipactis helleborine (Καλιακούδα)
Μια ορχιδέα με πολυπληθή αλλά διακριτική παρουσία στο ορεινό δάσος. Είναι είδος της Παλαιαρκτικής, με ευρεία εξάπλωση στην ηπειρωτική Ελλάδα, τα Ιόνια και το Βόρειο Αιγαίο, αρκετά διαδεδομένη σε σκιερές τοποθεσίες, μέσα σε σχετικά πυκνό δάσος. Ανθίζει πολύ αργότερα από τις άλλες ορχιδέες, γύρω στα μέσα του καλοκαιριού, και καθώς τα μικρά άνθη της είναι γυρισμένα προς κάτω, περνά εύκολα απαρατήρητη. Ο εύκαμπτος βλαστός είναι κεκαμένος στην κορυφή και φέρει πυκνή ταξιανθία έως και 100 μικρών, πρασινο-ρόζ ανθέων.
Όπως το όνομα του γένους, έτσι και το όνομα του είδους βασίζονται στην αναφορά του Διοσκουρίδη στον ελλέβορο, που λεγόταν επιπακτίς. Στην Ελλάδα συναντάμε το τυπικό είδος και το υποείδος helleborine.
Epipactis microphylla

Epipactis microphylla (Κεφαλονιά)
Η Epipactis microphylla είναι μια διακριτική ορχιδέα, που εύκολα περνά απαρατήρητη, λόγω των γκριζοπράσινων τόνων και της χαλαρής ταξιανθίας. Έτσι, αν και το είδος έχει ευρεία εξάπλωση στην Ελλάδα, εντοπίζεται δύσκολα και αναφέρεται σποραδικά.
Είναι πιο μικρόσωμη από τις άλλες επιπάκτιδες και έχει λίγα και μικρά φύλλα (εξ ού και το όνομά της) και μια αραιή σειρά μικρών πρασινωπών ανθέων. Τη συναντάμε σε σκιερές θέσεις στο ορεινό δάσος.
Epipactis palustris

Epipactis palustris (Κεφαλονιά)
Μία ορχιδέα που φύεται σχεδόν αποκλειστικά σε υγρές θέσεις, με τρεχούμενα ή λασπώδη νερά, χαρακτηριστικό που της έχει προσδώσει και το όνομά της (palustris, από το λατινικό paluster = βαλτώδης). Εμφανίζει χαλαρή ταξιανθία από 10 - 20 άνθη, ενώ το σύνθετο σε δομή άνθος είναι λευκό με κίτρινες λεπτομέρειες στο χείλος και ιώδεις χρωματισμούς σε μορφή φλεβών στα πλευρικά πέταλα και στα σέπαλα. Είναι είδος με ευρασιατική κατανομή, που απαντά διάσπαρτο σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα.
Το γένος Epipogium
Το γένος Epipogium περιλαμβάνει παγκόσμια τέσσερα είδη, ένα μόνο από τα οποία, το Epipogium aphyllum, έχει βρεθεί στην Ελλάδα. Όλα τα είδη έχουν μικρά χλωμο-κίτρινα ή χλωμο-πράσινα άνθη, δεν φωτοσυνθέτουν και συλλέγουν τα αναγκαία θρεπτικά στοιχεία χάρη σε συμβιωτικές σχέσεις με υπόγειους μύκητες.
Το όνομα του γένους προέρχεται από της πρόθεσης «επί» και το ουσιαστικό «πώγων», δηλαδή «πάνω στα γένια», και περιγράφει το τριχωτό περίγραμμα του θυρεού.
Epipogium aphyllum
Το Epipogium aphyllum, όπως εύστοχα σχολιάζει το αγγλικό όνομα του, Ghost orchid, είναι ένα πραγματικό φάντασμα του δάσους: ανθίζει σε μια θέση κάποια χρονιά και μπορεί η επόμενη εμφάνισή του να συμβεί μετά από 5 ή 10 χρόνια. Στην Νότια Ευρώπη, η ανθοφορία συμπίπτει με τα πολύ υγρά καλοκαίρια. Οι λόγοι αυτής της ελλιπτικής παρουσίας σχετίζονται με τη δυναμική των συμβιωτικών δεσμών που αναπτύσσει η παράξενη αυτή ορχιδέα με συγκεκριμένα είδη μυκήτων με μεγάλα καρποσώματα (πχ. γένη Inocybe, Lactarius, Xerocomus και Hebeloma), τα οποία επίσης συνδέονται μέσω μυκορριζικών υφών με συγκεκριμένα δέντρα.
Ο βλαστός έχει πολύ μικρά φύλλα, σαν λέπια. Τα άνθη είναι ωχρο-υποκίτρινα με μικρά ιώδη στίγματα.
Το είδος είναι σπάνιο και δυσεύρετο μέσα σε μια ευρεία ζώνη εξάπλωσης σε όλη την Παλαιαρκτική. Στην Ελλάδα έχει καταγραφεί σποραδικά σε μια σειρά από διάσπαρτες θέσεις που υπονοούν μια κατανομή στα βουνά των συνόρων και κατά μήκος της Πίνδου.
Το γένος Goodyera
Το γένος Goodyera περιλαμβάνει περίπου 100 είδη μέσα σε μια εκτεταμένη παγκόσμια ζώνη παρουσίας, ενώ στην Ελλάδα εκπροσωπείται από ένα μονο είδος, το Goodyera repens.
Στο όνομα του γένους τιμάται ο άγγλος βοτανικός του 16ου αιώνα, J. Goodyer.
Goodyera repens
Τυπική ορχιδέα της αρκτικο-βορειοευρωπαϊκής ζώνης, η Goodyera repens έχει χαρακτηριστικό χλωμό πράσινο χρώμα και άχρωμα άνθη.
Μοιράζεται αρκετά μορφολογικά χαρακτηριστικά με το γένος Spiralis, όπως τη γενική μορφή, το χρώμα και τη σπειροειδή διάταξη των ανθέων, ωστόσο δεν ανθίζει το φθινόπωρο αλλά την άνοιξη.
Πολύ κοινή στα σκανδιναβικά δάση, η Goodyera repens είναι σπάνια και δυσεύρετη στην Ελλάδα, όπου έχει καταγραφεί στα βουνά των ΒΑ και ΒΔ συνόρων (αλλά όχι στο κέντρο).
Το γένος Gymnadenia
Το όνομα του γένους παράγεται από τις ελληνικές λέξεις "γυμνός" και "αδήν" και αναφέρεται στα όργανα που παράγουν το νέκταρ.
Το γένος Gymnadenia περιλαμβάνει τα πιο κάτω τέσσερα είδη στην Ελλάδα:
- Gymnadenia conopsea
- Gymnadenia frivaldii
- Gymnadenia odoratissima
- Gymnadenia rhellicani
Gymnadenia conopsea

Gymnadenia conopsea (Όλυμπος)
Μια μεγάλη (έως 60 εκ.) ορχιδέα των υγρών γωνιών του δάσους και των σκιερών θέσεων σε πετρότοπους των μεγάλων βουνών. Έχει πολύ ευρεία εξάπλωση στο Βόρειο Ημισφαίριο, φτάνοντας από τη Βόρεια Ευρώπη έως και τα Ιμαλάια. Στην Ελλάδα τη βρίσκουμε σε όλα τα ηπειρωτικά ορεινά συγκροτήματα, από το Γράμμο έως και τα βουνά της Πελοποννήσου.
Οι επικονιαστές της είναι αποκλειστικά οι μεγάλες νυχτοπεταλούδες, με κύριο εκπρόσωπο το ημερόβιο και αρκετά κοινό Macroglossum stellatarum.
Το όνομα του είδους προέρχεται από την ελληνική λέξη "κώνωψ" και αλληγορεί - με πολύ φαντασία - την ομοιότητα του πλήκτρου με το στοματικό σύστημα του κουνουπιού.
Το γένος Himantoglossum
Το όνομα του γένους (Himantoglossum) προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις ιμάντας + γλώσσα και αναφέρεται στο μήκος του κεντρικού λοβού του χείλους του άνθους.
Το γένος Himantoglossum περιλαμβάνει τα πιο κάτω τέσσερα είδη στην Ελλάδα:
- Himantoglossum comperianum
- Himantoglossum jankae
- Himantoglossum robertianum
- Himantoglossum samariense
Himantoglossum jankae

Himantoglossum jankae (Κεφαλονιά)
Όπως όλα τα Himantoglossum, το Himantoglossum jankae είναι μια εντυπωσιακή ορχιδέα, που τη συναντάμε σε ξέφωτα των δασών και ορεινά λιβάδια πάνω από τα 500μ. και μέχρι το δασοόριο, σε όλη σχεδόν την Ελλάδα. Η ζώνη εξάπλωσής της περιλαμβάνει την Κεντρική Ευρώπη, τη Βαλκανική και τη Βόρεια Ανατολία.
Είναι ένα πολύ ασυνήθιστο και ρωμαλέο φυτό, που φτάνει το ένα μέτρο σε ύψος και με τους μακρύτατους κυματιστούς λοβούς του απλώνεται σε μια ακτίνα μισού περίπου μέτρου.
Το είδος καλύπτει και τα φυτά που μέχρι τώρα αναγνωρίζονταν ως Himantoglossum caprinum, ενώ θεωρείται ότι περιλαμβάνει και τα φυτά της Κρήτης, που είχαν περιγραφεί ως Himantoglossum samariense. Στο όνομά του τιμάται ο Γερμανός βοτανικός του 19ου αιώνα Β. Γιάνκα.
Himantoglossum robertianum

Himantoglossum robertianum (Επίδαυρος)
Το Himantoglossum robertianum (μέχρι πρόσφατα λεγόταν Barlia robertiana) είναι ένα εντυπωσιακού μεγέθους, πολύ διαδεδομένο στα χαμηλά υψόμετρα και ιδίως στις παράκτιες περιοχές ορχεοειδές, αν και είναι παντού σχετικά σπάνιο και φυτρώνει σε μικρές ομάδες (εκτός από τη Ρόδο, όπου μπορεί να σχηματίσει μεγάλες αποικίες). Το φυτό αναγνωρίζεται εύκολα από το μεγάλο μέγεθος και την πυκνή ταξιανθία. Ανθίζει πολύ νωρίς - στο τέλος του χειμώνα ή αρχές της άνοιξης - , από Μάρτιο μέχρι Απρίλιο, κυρίως σε ασβεστολιθικά εδάφη και ανοιχτούς οικοτόπους, αν και μπορεί να βρεθεί σε φωτεινό δάσος.
Βασικά είναι είδος της περιμεσογειακής ζώνης, αλλά έχει διαπιστωθεί ότι επεκτείνει την ζώνη εξάπλωσής του προς τα βόρεια (πρόσφατα καταγράφηκε στη Νότια Γαλλία), πιθανά ως αποτέλεσμα της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας και της κλιματικής αλλαγής.
Himantoglossum samariense

Himantoglossum samariense (Εθνικός Δρυμός Σαμαριάς)
Μία πραγματικά εντυπωσιακή ορχιδέα, στη μοναδική θέα της οποίας δεν μπορεί να μείνει ασυγκίνητος κανένας φυσιολάτρης. Εξαιρετικά σπάνια και ενδημική της Κρήτης, έχει καταγραφεί σε διάσπαρτες θέσεις στους 3 κύριους ορεινούς όγκους του νησιού (Λευκά Όρη, Ψηλορείτης, Δίκτη) να σχηματίζει πολύ μικρού πληθυσμούς. Είναι εύρωστη ορχιδέα που μπορεί να φτάσει τα 40-50 εκ. σε ύψος.
Το στοιχείο που εντυπωσιάζει δεν είναι τόσο οι μάλλον ήπιοι πράσινοι-μωβ χρωματισμοί των χαλαρά διαταγμένων ανθέων, αλλά ο μακρύτατος (έως και 7 εκ.) συστρεφόμενος κεντρικός λοβός του χείλους τους, μία πολύ στενή εξέχουσα γλώσσα που δικαιώνει το όνομα του γένους. Το όνομα του είδους φυσικά συνδέεται με το φαράγγι της Σαμαριάς, γύρω από το οποίο απαντά η ορχιδέα. Ο προτιμώμενος βιότοπός της φαίνεται να είναι δροσερές ημι-σκιασμένες θέσεις σε όχι ιδιαίτερα πυκνά δάση.
Το Himantoglossum samariense περιγράφηκε ως διακριτό είδος από τον φυσιοδίφη και μελετητή της ελληνικής χλωρίδας Αντώνη Αλιμπέρτη στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ωστόσο λόγω των γνωστών δυσκολιών και διαφορετικών προσεγγίσεων στην ταξινόμηση των ορχιδέων θεωρήθηκε για καιρό ως μορφή του, ευρύτερης κατανομής, Himantoglossum caprinum. Σήμερα έχει αποσπαστεί από το H. caprinum (το οποίος ενσωματώθηκε στο Himantoglossum jankae) και περιλαμβάνεται ως διακριτό ενδημικό είδος στον κατάλογο της ελληνικής χλωρίδας.
Το γένος Limodorum
Το γένος Limodorum περιλαμβάνει μόλις δυο είδη στην Ελλάδα:
- Limodorum abortivum
- Limodorum trabutianum. Τυπικό είδος και υποείδη thracum και trabutianum
Limodorum abortivum

Limodorum abortivum (Εθνικός Δρυμός Οίτης)
Το όνομα του φυτού - Limodorum abortivum - μπορεί να μεταφραστεί ως Λιμόδωρο το εκτρωτικό. Αν και έχει κάποια φωτοσυνθετικά στοιχεία, αυτά δεν επαρκούν για να θρέψουν το φυτό, το οποίο παρασιτεί σε ορισμένα είδη μυκήτων (μανιταριών), όπως οι ρουσούλες. Συχνά συναντάμε δύο ή τρία φυτά μαζί. Ανθίζει από Απρίλιο μέχρι Ιούνιο και το συναντάμε σε ανοιχτά δάση αείφυλλων δρυών, ελάτων ή πεύκων, σε υψόμετρα από 100 έως 1300 μ. H αραιή ταξιανθία με 10-20 λουλούδια.
Έχει μεσογειακή κατανομή και είναι παρόν σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας.
Το γένος Neotinea
Το όνομα του γένους μνημονεύει τον Ιταλό βοτανικό του 18ου αιώνα V. Tineo (tinea, του Τινέο), με το πρόσφυμα neo- για να το διακρίνει απο τον επίσης βοτανικό πατέρα του G. Tineo.
Το γένος Neotinea περιλαμβάνει τα πιο κάτω τέσσερα είδη στην Ελλάδα:
- Neotinea lactea
- Neotinea maculata
- Neotinea tridentata
- Neotinea ustulata
Neotinea lactea

Neotinea lactea (Πεντέλη)
Από τις πρώτες ορχιδέες που ανθίζουν, η ανθοφορία της Neotinea lactea κρατάει μέχρι τον Μάιο. Είναι ένα βραχύσωμο φυτό, που σπάνια ξεπερνάει τα 25 εκ. σε ύψος. Τα άνθη της είναι λευκά-κόκκινα και διάστικτα με διάφορες αποχρώσεις του κόκκινου. Εμφανίζεται σε ανοιχτές θέσεις όπως λιβάδια, φρύγανα και θαμνώνες σε υψόμετρα έως και 1800 μ. Εξαπλώνεται στις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, ενώ στη χώρα μας εμφανίζεται σε όλα τα γεωγραφικά διαμερίσματα, πλην της Μακεδονίας και της Θράκης.
Neotinea maculata

Neotinea maculata (Μαίναλο)
Η Neotinea maculata είναι μια ορχιδέα με πολύ πυκνή ταξιανθία. Το είδος έχει ευρεία εξάπλωση στην Ευρώπη και την Ελλάδα. Σχετικά ψηλό, λεπτό φυτό με λευκά έως καφεκόκκινα άνθη. Θα τη βρούμε στη ζώνη του θαμνώνα, ενώ στα μεγάλα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας φτάνει μέχρι τη σκιά του ελατοδάσους.
Neotinea tridentata

Neotinea tridentata (Ταίναρο)
Μια ορχιδέα με ευρεία εξάπλωση στην Ελλάδα και επίσης ευρεία ευρωπαϊκή κατανομή. Το όνομα του είδους σημαίνει τρίδοντη, με τρία δόντια, μια αναφορά στο τρίλοβο χείλος του άνθους.
Θα τη βρούμε σε κυρίως φρύγανα και χαμηλούς θάμνους, αλλά και σε παλιά χωράφια και ορεινά λιβάδια, στη χαμηλή και μέση υψομετρικές ζώνες.
Neotinea ustulata

Neotinea ustulata (Ζαγόρι)
Μία μάλλον χαμηλή ορχιδέα (δεν ξεπερνάει τα 15 εκ. συνήθως), αρκετά διαδεδομένη στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη, αλλά σχετικά σπάνια στην Ελλάδα, με σποραδικές καταγραφές στο βόρειο και κεντρικό τμήμα της χώρας. Φύεται κατά κανόνα σε ποολίβαδα μεσαίων και μεγάλων υψομέτρων και ταυτοποιείται εύκολα χάρη στο απαραγνώριστο σχέδιο των ανθέων της και το συνδυασμό του λευκού χρώματός τους με το σκούρο καφέ χρώμα (σαν καψαλισμένα, εξ ου και το όνομα της, ustulata = που έχει καεί) των ανώτερων ανθέων, όταν δεν έχουν ακόμη ανοίξει.
Το γένος Neottia
Το γένος Neottia περιλαμβάνει τα πιο κάτω τρια είδη στην Ελλάδα:
- Neottia cordata
- Neottia nidus-avis
- Neottia ovata
Neottia nidus-avis

Neottia nidus-avis (Όλυμπος)
H Neottia nidus-avis είναι μια σαπροφυτική ορχιδέα, που δεν φωτοσυνθέτει, γι'αυτό δεν έχει και καθόλου πράσινα τμήματα. Αναπτύσσεται σε σκιερά δάση με πλούσια ξηροφυλλάδα που αποσυντίθεται Εμφανίζεται σε ολόκληρη την ηπειρωτική χώρα και τα νησιά του Ιονίου.
Το όνομα του είδους nidus-avis σημαίνει "φωλιά πουλιού" και αναφέρεται στη μορφολογία του ριζικού συστήματος της, το οποίο αποτελείται από πολλαπλούς λεπτούς κονδύλους, που προσομοιάζουν μια τέτοια φωλιά.
Neottia ovata

Neottia ovata (Βαρδούσια)
Ένα από τα κοινότερα είδη ορχιδέας στην Ευρώπη, η Neottia ovata δεν συναντιέται συχνά στη χώρα μας, ίσως γιατί με τα πολύ διακριτικά χρώματά της περνά εύκολα απαρατήρητη μέσα στο δάσος - πραγματικά, ανάμεσα στις φτέρες και την ψηλή βλάστηση των ρεματιών, μοιάζει με χλωμό φάντασμα φυτού.

Neottia ovata (Βαρδούσια)
Η ευρεία εξάπλωση και οι μεγάλοι πληθυσμοί της οφείλονται στο ότι το φυτό είναι ελάχιστα επιλεκτικό στο είδος των μυκήτων με τους οποίους συμβιώνει και στα έντομα με τα οποία επικονιάζεται, καθώς και στην πολύ αποτελεσματική στρατηγική μεταφοράς της γύρης στο σώμα του επικονιαστή.
Διαδεδομένη μεν, αφανής δε, η Neottia ovata "ανακαλύπτεται" με έκπληξη από τον πολύ προσεκτικό παρατηρητή, σε υγρές και σκιερές θέσεις του ορεινού δάσους. Συνήθως συναντάμε μοναχικά φυτά.
Το γένος Ophrys
Το γένος Ophrys έχει μια ιδιαίτερη και πολύπλοκη αλλά και πολύ ενδιαφέρουσα αναπαραγωγική οικολογία: μέσα από μια μακρόχρονη διαδικασία συν-εξέλιξης, τα άνθη έχουν προσαρμοστεί ώστε να ομοιάζουν μορφολογικά στα θηλυκά άτομα φτερωτών εντόμων. Έτσι, μόλις τα αντίστοιχα αρσενικά έντομα ωριμάσουν αναπαραγωγικά, προσπαθούν να ζευγαρώσουν με τα άνθη, μπερδεύονται και στις διαδοχικές αλλά αποτυχημένες προσπάθειές τους να γονιμοποιήσουν τα ψεύτικα «θηλυκά», μεταφέρουν τη γύρη από το ένα άνθος στο άλλο.
Το γένος Ophrys περιλαμβάνει τα πιο κάτω είκοσι είδη στην Ελλάδα:
- Ophrys apifera
- Ophrys argolica
- Ophrys bertolonii
- Ophrys bombyliflora
- Ophrys cretica
- Ophrys cythnia
- Ophrys ferrum-equinum
- Ophrys fusca
- Ophrys helenae
- Ophrys holoserica
- Ophrys insectifera
- Ophrys lutea
- Ophrys mavromata
- Ophrys omegaifera
- Ophrys reinholdii
- Ophrys scolopax
- Ophrys speculum
- Ophrys sphegodes
- Ophrys tenthredinifera
- Ophrys umbilicata
Ophrys apifera

Ophrys apifera (Όλυμπος)
Μια εντυπωσιακή, στιβαρή ορχιδέα της μεσογειακής ζώνης, διαδεδομένη σε όλη την Ελλάδα. Ανθίζει αργά, από τον Απρίλιο έως Ιούλιο, σε αραιούς θαμνώνες.
Ophrys argolica

Ophrys argolica (Βάθια)
Στην Ελλάδα αναγνωρίζονται το τυπικό είδος και υποείδη aegaea, argolica, lesbis και lucis.
Ophrys bombyliflora

Ophrys bombyliflora (Βάθια)
Μία μικρή ορχιδέα, με ύψος μέχρι 10 εκ., με εξάπλωση στη Μεσογειακή περιοχή, αρκετά διαδεδομένη σε όλη Ελλάδα. Απαντά σε πετρώδεις τοποθεσίες, φρύγανα και ακαλλιέργητα χωράφια. Αναγνωρίζεται από το σκούρο καφέ χρώμα του χείλους που συχνά δεν εμφανίζει σαφή θυρεό, τους τριχωτούς πλαϊνούς λοβούς και τα πρασινοκίτρινα πλευρικά σέπαλα.
Το όνομα του είδους σχετίζεται με την ομοιότητα των ανθέων του με βομβίνους (αγριομέλισσες, bombylus = βομβίνος, bombyliflora=η έχουσα λουλούδια που μοιάζουν με βομβίνους).
Ophrys cretica
H Ophrys cretica είναι παρούσα τόσο με το τυπικό είδος, όσο και με τα υποείδη cretica και karpathensis.
Ophrys ferrum-equinum

Ophrys ferrum-equinum (Κέα)
Στιβαρή ορχιδέα, με εξάπλωση στην Ελλάδα και Ανατολία. Είναι κοινή στις Κυκλάδες και στα βουνά της Αττικής. Στα νησιά θα την συναντήσουμε από το τέλος του Χειμώνα, καλά κρυμένη μέσα στα φρύγανα, στις ξερολιθιές και τα παλιά χωράφια, όπου συχνά περνά απαρατήρητη, όπως και τα περισσότερα Oprhys.
Στη χώρα μας έχουν αναγνωριστεί το τυπικό είδος και τα υποείδη ferrum-equinum και gottfriediana.
Ophrys fusca

Ophrys fusca (Αρεόπολη)
H Ophrys fusca είναι μία μικρή ορχιδέα με την τυπική μεσογειακή κατανομή και ιδιόμορφη αναπαραγωγική οικολογία του γένους. Η ανθοφορία της Ophrys fusca αρχίζει από τα μέσα του Ιανουαρίου στο υψόμετρο της θάλασσας και σταδιακά επέκτείνεται προς τα μέσα υψόμετρα.

Ophrys fusca subsp. lavreotica (Λαύριο)
Η Ophrys fusca είναι ένα από τα πλέον ποικιλόμορφα είδη. Στη χώρα μας έχουν αναγνωριστεί το τυπικό είδος και τα υποείδη blithoperta, cinereophila, fusca και iricolor, ενώ έχουν προταθεί (και δημοσιευτεί) περιγραφές άλλων υποειδών, όπως το lavreotica και το calocerina, που δεν έχουν γίνει αποδεκτές.

Ophrys fusca subsp. iricolor (Ζάκυνθος)
Το υποείδος Ophrys fusca subsp. iricolor (συνώνυμο Ophrys iricolor) ξεχωρίζει από τα άλλα taxa της Ophrys fusca χάρη στο μεγάλο βελούδινο χείλος, που έχει ενιαίο σκούρο καφέ-μαύρο χρώμα χαμηλά και μπλε ιριδίζον σχέδιο θυρεού (τύπου «ω») κάτω από τη στιγματική κοιλότητα. Η εικόνα του άνθους συμπληρώνεται από τα ανοιχτοπράσινα πλευρικά πέταλα και σέπαλα. Φύεται σε ανοιχτές πετρώδεις θέσεις, συχνά ανάμεσα σε φρύγανα. Στην Ελλάδα συναντάται κυρίως στη νότια και νησιωτική Ελλάδα, ενώ η ευρύτερη κατανομή της είναι Ανατολικομεσογειακή.

Ophrys fusca subsp. cinereophila (Ύδρα)
Η διακριτική Ophrys fusca subsp. cinereophila έχει περιορισμένη εξάπλωση στην Ελλάδα και είναι γνωστή από την Εύβοια, τις Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα και την Κρήτη. Συχνά θα τη βρούμε κρυμένη κάτω από την προστασία του πευκοδάσους.
Ophrys helenae

Ophrys helenae (Οίτη)
H Ophrys helenae είναι από τις πιο ξεχωριστές εκπροσώπους του γένους Ophrys, λόγω του ιδιαίτερα μεγάλου χείλους της, το οποίο είναι κόκκινο-κερασί και γυμνό από θυρεό. Είναι ένα εύρωστο φυτό που φτάνει σε ύψος τα 40 εκ. και μπορεί να φέρει μέχρι και 8 άνθη. Είδος της ΒΔ Ελλάδας και της Αλβανίας, φύεται σε λιβάδια, θαμνώνες και ξέφωτα δασών έως τα 1100 μ.
Ophrys holoserica
H Ophrys holoserica είναι παρούσα τόσο με το τυπικό είδος, όσο και με τα υποείδη andria, candica και holoserica.
Ophrys insectifera
H Ophrys insectifera είναι παρούσα τόσο με το τυπικό είδος, όσο και με το υποείδος insectifera.
Ophrys lutea

Ophrys lutea (Πάνειον όρος)
H Ophrys lutea είναι ίσως η πιό κοινή ορχιδέα της χαμηλής ζώνης, διαδεδομένη σε όλη την Ελλάδα. Ανθίζει από τον Μάρτιο έως τον Μάιο σε φρύγανα, πετροπλαγιές και αραιούς θαμνώνες. Είναι παρούσα στην Ελλάδα τόσο με το τυπικό είδος, όσο και με τα υποείδη galilaea, lutea και melena.
Ophrys insectifera
H Ophrys omegaifera είναι παρούσα τόσο με το τυπικό είδος, όσο και με τα υποείδη fleischmannii, israelitica και omegaifera.
Ophrys reinholdii

Ophrys reinholdii (Αργαλαστή)
Μια πολύ όμορφη ορχιδέα, με χαρακτηριστικό γραφισμό στο θυρεό, έντονη τριχοφυΐα και λαμπερά χρώματα. Είναι είδος με ευρεία εξάπλωση σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα, τα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου. Αν και μπορεί να είναι τοπικά άφθονη, όπως στη Λέσβο, τη Χίο και τη Ρόδο, συνήθως έχει περιορισμένη χωρικά παρουσία, στις άκρες του θαμνώνα και στα φρύγανα, πιο συχνά σε πετρώδεις θέσεις - ακόμα και σε άκρες δρόμων - παρά σε ξέφωτα δασών.
Στο όνομα του είδους τιμάται ο Karl Heinrich Theodor Reinhold, Γερμανός φυσικός και εθνογράφος που εργάστηκε ως γιατρός στο ελληνικό ναυτικό στην περίοδο της Βαυαροκρατίας.
Είναι παρούσα στην Ελλάδα τόσο με το τυπικό είδος, όσο και με το υποείδος reinholdii.
Ophrys scolopax

Ophrys scolopax (Αργαλαστή)
Το Ophrys scolopax ξεχωρίζει χάρη στους δύο πλευρικούς λοβούς, που έχουν μετασχηματιστεί σε κερατόμορφες κατασκευές. Φύεται κυρίως στη Ν. Ελλάδα, σε ανοιχτές θέσεις.

Ophrys scolopax subsp. heldreichii (Αίγινα)
Είναι παρούσα στην Ελλάδα τόσο με το τυπικό είδος, όσο και με τα υποείδη cornuta, heldreichii και rhodia.

Ophrys scolopax subsp. cornuta (Κεφαλονιά)
Ophrys speculum

Ophrys speculum (Μυκήνες)
Η Ophrys speculum είναι μια από τις πιο εντυπωσιακές ορχιδέες της Ελλάδας. Συναντάται κυρίως στη νότια και νησιωτική χώρα, ενώ η ευρύτερη κατανομή της είναι Ανατολικομεσογειακή.
Είναι παρούσα στην Ελλάδα τόσο με το τυπικό είδος, όσο και με τα υποείδη regis-ferdinandii και speculum.
Ophrys sphegodes

Ophrys sphegodes subsp. taurica (Ταΰγετος)
Η Ophrys sphegodes έχει ευρεία κατανομή στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς και στην Ελλάδα. Εύρωστο φυτό, που μπορεί να φτάσει και τα 50 εκ. Παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία χρωματισμών και διακριτικών σημείων. Θα τη βρούμε στα φρύγανα της κατώτερης υψομετρικά ζώνης.

Ophrys sphegodes subsp. spruneri (Βουραϊκός)
Είναι παρούσα στην Ελλάδα τόσο με το τυπικό είδος, όσο και με τα υποείδη aesculapii, cretensis, epirotica, gortynia, sphegodes, spruneri και taurica (η taurica είναι η παλιά Ophrys mammosa ή Ophrys sphegodes subsp. mammosa, που έπαιρνε το όνομά της από τα μαστοειδή εξογκώματα στη βάση του άνθους).

Ophrys sphegodes subsp. aesculapii (Αγριλίκι)
Το υποείδος Ophrys sphegodes subsp. cretensis είναι μία κομψή και κάπως ασυνήθιστη σε παρουσία ορχιδέα, με κάπως στρογγυλεμένο χείλος σε βυσσινί χρώμα, και μωβ-καφέ μακρόστενο θυρεό σε σχήμα «Η». Τα πλευρικά πέταλα είναι γραμμοειδή και εκτείνονται σαν κέρατα εκατέρωθεν του χείλους, που επίσης περιβάλλεται από τρία ανοιχτοπράσινα σέπαλα. Πρόκειται για φυτό ενδημικό της Ελλάδας, γνωστό μόνο από την Κρήτη και τις Κυκλάδες, όπου φύεται σε σχετικά ξηρές θέσεις με φρύγανα.

Ophrys sphegodes subsp. cretensis (Σφακιά)
Ophrys tenthredinifera

Ophrys tenthredinifera (Σέριφος)
Το Σφηγκάκι (Ophrys tenthredinifera) είναι μία από τις πιο χαρακτηριστικές ορχιδέες του δύσκολου στην ταυτοποίηση γένους των Ophrys. Σε αυτό βοηθούν το πλατύ, κιτρινοκαφέ χείλος, συνήθως τριχωτό καθώς και τα ροζ πλαϊνά πέταλα. Από τα πιο πρώιμα είδη ορχεδεοειδών στις Κυκλάδες, αλλά και γενικότερα στη χώρα μας, φύεται σε φρύγανα, θαμνώνες και ξέφωτα δασών, αλλά και σε ακαλλιέργητα χωράφια έως το υψόμετρο των 1800 μ.
Ophrys umbilicata
Η Ophrys umbilicata είναι παρούσα στην Ελλάδα με το τυπικό είδος και τα υποείδη bucephala και umbilicata
Το γένος Orchis
Το γένος Orchis περιλαμβάνει τα πιο κάτω 14 είδη στην Ελλάδα:
- Orchis anatolica
- Orchis anthropophora
- Orchis italica
- Orchis mascula
- Orchis militaris
- Orchis pallens
- Orchis pauciflora
- Orchis provincialis
- Orchis punctulata
- Orchis purpurea
- Orchis quadripunctata
- Orchis simia
- Orchis sitiaca
- Orchis spitzelii
Orchis anatolica

Orchis anatolica (Αμοργός)
Μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και κομψή ορχιδέα, μάλλον μη κοινή και με εξάπλωση στην Ελλάδα που περιορίζεται στη ΝΑ νησιωτική χώρα – η ευρύτερη εξάπλωσή της είναι στην Ανατολική Μεσόγειο. Πάνω στο σχετικά χαμηλό βλαστό της αναπτύσσονται τα ροζ έως υπόλευκα άνθη της, με αμφίκυρτο τρίλοβο χείλος που φέρει δύο κάθετες σειρές από μικρές μαύρες κουκκίδες. Θα την συναντήσουμε σε ανοιχτές πετρώδεις θέσεις με φρύγανα και σε διάκενα θαμνώνων ή δασών.
Orchis anthropophora

Orchis anthropophora (Σαντορίνη)
Ευρέως διαδεδομένη στην περιμεσογειακή ζώνη, η Orchis anthropophora οφείλει το όνομά της στην ομοιότητα των ανθέων της με "ανθρωπάκια". Τα άνθη είναι πολύ μικρά, αλλά πολυάριθμα και σχηματίζουν μια πυκνή ταξιανθία πάνω σε έναν ψηλό, ευλύγιστο βλαστό. Θα τη συναντήσουμε σε λιβάδια, άκρες δασικών δρόμων και άλλες ανοιχτές θέσεις.
Orchis italica

Orchis italica (Κιθαιρώνας)
Μια μεσογειακή ορχιδέα, αρκετά συχνή μέσα στη ζώνη εξάπλωσής της. Η συμπαγής ταξιανθία φέρει πολλά άνθη που μοιάζουν με άνθρωπο με ουρά ή υπερφυσικό φαλλό (στην αρχαιότητα το φυτό ονομαζόταν "Σατύριον" λόγω της ομοιότητας με τους Σάτυρους, τους μονίμως εν στύσει συνοδούς του Διονύσου). Το χρώμα των ανθέων ποικίλει από ζωηρό ρόζ έως σχεδόν λευκό. Ανθίζει από τον Απρίλιο έως και τον Μάιο.
Orchis mascula

Orchis mascula (Ορεινή Ναυπακτία)
Ευρείας ευρωπαϊκής εξάπλωσης ορχιδέα, που φύεται σε ορεινά δάση, ξέφωτα και λιβάδια πάνω από το δασοόριο. Ο ανθοφόρος βλαστός έχει σκούρο κόκκινο-μωβ χρώμα, φτάνει τα 50 εκ. σε ύψος και φέρει τα σχετικά αραιά διαταγμένα άνθη, σε ανοιχτό ιώδες χρώμα. Ως προς τη μορφή του άνθους, το χείλος είναι τρίλοβο, με τον μεσαίο λοβό να διαιρείται στην άκρη του και τους πλευρικούς να κάμπτονται συχνά προς τα πίσω, ενώ χαρακτηριστικό είναι και το μακρόστενο κυλινδρικό πλήκτρο που εκτείνεται προς τα πίσω από το άνθος.
Orchis pallens

Orchis pallens (Γκιώνα)
Η ωχρή (pallens) ορχιδέα Orchis pallens οφείλει το όνομά της στον υποκίτρινο χρωματισμό της όμορφης πυκνής ταξιανθίας της, αποτελούμενη από αρκετές δεκάδες μικρά άνθη που αναπτύσσονται κατά μήκος της απόληξης του όρθιου και σχετικά στιβαρού βλαστού. Η βάση του βλαστού περιβάλλεται από μεγάλα και φαρδιά φύλλα. Φύεται κατά κανόνα σε υγρές θέσεις και μεγάλα υψόμετρα, συχνά σε ξέφωτα και περιθώρια δασών και απαντά σε αρκετές θέσεις της ορεινής ηπειρωτικής Ελλάδας.
Orchis pauciflora

Orchis pauciflora (Ζαγόρι)
Μία όμορφη παρουσία ανάμεσα στα φρύγανα, τους θαμνοτόπους και τις πετροπλαγιές, είναι η λευκοκίτρινη Orchis pauciflora. Ξεχωρίζει από άλλες κοντινές μορφολογικά ορχιδέες, όπως η Orchis provincialis, από το οπίσθιο πλήκτρο του άνθους, το οποίο είναι ανερχόμενο και την απουσία κηλίδων στα φύλλα. Είδος της Κεντρικής και Ανατολικής Μεσογείου, στην Ελλάδα εμφανίζεται σε ολόκληρη την ηπειρωτική χώρα, τις Κυκλάδες, τα Ιόνια νησιά, καθώς και την Κρήτη, σε ένα μεγάλο υψομετρικό εύρος.
Orchis provincialis

Orchis provincialis (Ζαγόρι)
Χαρακτηριστική λευκόχρωμη ορχιδέα με έντονα κόκκινα στίγματα. Σποραδική σε φρύγανα, αλλά μπορεί να σχηματίσει μικρές ομάδες στις πετροπλαγιές. Θα συναντήσουμε μεμονωμένα άτομα σε ώριμα δάση, από τον Απρίλιο έως και το Μάιο.
Το είδος έχει ευρεία μεσογειακή και ευρωπαϊκή εξάπλωση και είναι παρόν σε όλη την Ελλάδα, σε ένα μεγάλο υψομετρικό εύρος που φτάνει μέχρι και τη βάση του ορεινού δάσους.
Orchis purpurea

Orchis purpurea (Βάλια Κάλντα)
Μία εύρωστη και μάλλον μεγάλη ορχιδέα, που μπορεί να φτάσει και 1 μ. σε ύψος. Η ταξιανθία της αναπτύσσεται στο άκρο του στιβαρού βλαστού και αποτελείται από δεκάδες μεγάλα άνθη με σκούρο μωβ (πορφυρό) χρώμα στο οπίσθιο τμήμα τους και ανάλογου χρωματισμού στίγματα στο λευκό χείλος της (purpurea = πορφυρή). Έχει ευρεία Ευρασιατική κατανομή και στην Ελλάδα έχει καταγραφεί σε πολλές περιοχές της ηπειρωτικής και νησιωτικής χώρας, σε δασικούς βιοτόπους και ημιορεινά και ορεινά λιβάδια.
Orchis quadripunctata

Orchis quadripunctata (Καρδαμύλη)
Το είδος παίρνει το όνομά του από τις συνήθως τέσσερεις πορφυρές «τελείες» στο χείλος του άνθους (quadripunctata=τετράστικτη).
Είδος της Ανατολικής Μεσογείου (Αδριατική, Ελλάδα, Μικρά Ασία), είναι ένα από τα πλέον διαδεδομένα ορχεοειδή στην Ελλάδα: τον Απρίλιο, είναι μακράν το αφθονότερο ορχεοειδές στις πετροπλαγιές χαμηλού υψομέτρου και τους φρυγανότοπους.
Orchis simia

Orchis simia (Πατέρας)
Μία απαραγνώριστη ορχιδέα, που αν της δώσουμε λίγο προσοχή, η εικόνα της μας εντυπώνεται, μιας και καθένα από τα πολυάριθμα λευκορόδινα λουλούδια της έχει την - απρόσμενα λεπτομερή - μορφή από ένα χαμογελαστό «ανθρωπάκι» (ή «πιθηκάκι», όπως σημαίνει στα λατινικά η ονομασία «simia»). Η πυκνή ταξιανθία αναπτύσσεται στην κορυφή ενός σχετικά ψηλού (μέχρι 40 εκ.) και εύρωστου βλαστού.
Θα τη συναντήσουμε σε διάφορες περιοχές της χώρας, έχοντας ευρεία Ευρωπαϊκή εξάπλωση, και σε ποικιλία βιοτόπων, τόσο σε πιο ξηρές θέσεις σε φρύγανα, όσο και σε λιβάδια και κοντά σε ρέματα και ποτάμια.
Orchis spitzelii

Orchis spitzelii (Χελμός)
Μια ορχιδέα που στα μεγάλα βουνά τη συναντάμε σε πετροπλαγιές και αλπικά λιβάδια, όπου ανθίζει από τα μέσα της Άνοιξης έως και τον Ιούνιο, ανάλογα με το υψόμετρο. Αν και έχει ευρεία κατανομή, είναι αυνήθιστο είδος. Ξεχωρίζει από το συνδυασμό του μεγάλου, τρίλοβου χείλους, που έχει απαλές ροζ αποχρώσεις με στίγματα, με τα πράσινα σέπαλα (στο εσωτερικό).
Έχει ευρεία ευρωπαϊκή εξάπλωση, από τη Σουηδία μέχρι τον Καύκασο και νότια μέχρι και τη ΒΔ Αφρική, πλαισιώνοντας όλη τη Μεσογειακή ζώνη. Εκτός του Ολύμπου, τη βρίσκουμε κυρίως στην Πίνδο μέχρι και τα βουνά της Στερεάς Ελλάδας και σημειακά στο Χελμό.
Το γένος Platanthera
Όπως είναι προφανές, το όνομα του γένους παράγεται από τις ελληνικές λέξεις "πλατύς" και "ανθήρας" και αναφέρεται στη μορφολογία του άνθους.
Το γένος Platanthera περιλαμβάνει τα πιο κάτω τρια είδη στην Ελλάδα:
- Platanthera bifolia
- Platanthera chlorantha
- Platanthera fornicata
Platanthera chlorantha

Platanthera chlorantha (Πρέσπα)
Η Platanthrera chlorantha είναι μια από τις ορχιδέες που μπορεί να διαφύγει εύκολα της προσοχής του πεζοπόρου, καθώς στέκεται διακριτικά στη σκιά των δέντρων. Συναντάμε μεμονωμένα άτομα αλλά συνηθέστερα μικρές ομάδες των 2-5 φυτών στο πάνω μέρος του θαμνώνα έως και την καρδιά του δάσους, καμιά φορά και ψηλότερα. Είναι αρκετά διαδεδομένο είδος, με την ελληνική κατανομή της να περιλαμβάνει όλα τα ηπειρωτικά ορεινά συστήματα, από την Πίνδο έως και τον Ταΰγετο, αλλά και τα ορεινά της Κέρκυρας. Η εξάπλωσή της είναι κυρίως ευρωπαϊκή: από την Αγγλία μέχρι τον Καύκασο και από τη Νορβηγία μέχρι τα Βαλκάνια, ενώ έχουν εντοπιστεί πυρήνες στην Ισπανία, την Τουρκία και το Μαρόκο.

Platanthera chlorantha (Πρέσπα)
Το όνομα του είδους - chlorantha - περιγράφει το χρώμα του άνθους. Ωστόσο, μέσα στης σκοτεινιά του δάσους τα άνθη της δεν φαντάζουν τόσο πράσινα όσο υπόλευκα.
Στην Ελλάδα συναντάμε το τυπικό είδος και τα υποείδη chlorantha και holmboei.
Το γένος Pseudorchis
Το γένος Pseudorchis αποτελεί μια ολιγομελή ομάδα ορχιδεών, με πολυκύμαντο ταξινομικό ιστορικό και μόλις τρία taxa. Το Pseudorchis είχε παλιότερα ενσωματωθεί σε άλλα, μεγαλύτερα, γένη, ενώ και τα taxa έχουν παλλινδρομήσει ανάμεσα στο καθεστώς του είδους, του υποείδους και της ποικιλίας. Σύμφωνα με τις τελευταίες εξελίξεις, τα τρια αυτά taxa θεωρούνται σήμερα ότι αποτελούν υποείδη ενός μοναδικού είδους, του Pseudorchis albida (όπου ταξινομούνται τα υποείδη albida, straminea και tricuspis). Με βάση αυτή τη θεώρηση, το γένος Pseudorchis είναι μονοτυπικό.
Η Pseudorchis albida είχε αναφερθεί ως πιθανόν ενδημούσα σε ελληνικό έδαφος, μια υπόθεση που επιβεβαιώθηκε μόλις το 2011, με τον εντοπισμό ενός πολύ μικρού πληθυσμού στον Όρβηλο. Τα φυτά ανήκουν στη μορφή (ή υποείδος ή ποικιλία) tricuspis.
Pseudorchis albida
H Pseudorchis albida είναι ένα δύσκολα εντοπιζόμενο φυτό της ελληνικής χλωρίδας. Σχετικά ψηλό, φέρει πυκνή ταξιανθία με μέχρι 30 μικρά, πρασινωπά έως υποκίτρινα άνθη.
Είναι φυτό της ευρωπαϊκής αρκτικο-αλπικής ζώνης, φτάνοντας μέχρι τα Πυρηναία και τα Αππένινα. Ενώ στο βόρειο τμήμα της εξάπλωσής της η ορχιδέα σχηματίζει μεγάλες αποικίες, στο νότο η παρουσία της αφορά σε μικρούς πληθυσμούς και μεμονωμένα άτομα. Στην Ελλάδα βρέθηκαν περίπου 20 φυτά σε μια μόνο θέση στον Όρβηλο, στα 1.850 μ., στο άνω όριο του δάσους Ρόμπολων και κοντά σε ομάδες από Corallorhiza trifida, Gymnadenia conopsea, Dactylorhiza sambucina και Neottia nidus-avis.
Το γένος Serapias
Το όνομα του γένους προέρχεται από τον Σέραπι, ελληνο-αιγυπτιακό θεό της γονιμότητας και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Διοσκορίδη.
Το γένος Serapias περιλαμβάνει στην Ελλάδα τα πιο κάτω οκτώ είδη:
- Serapias bergonii
- Serapias cordigera
- Serapias lingua
- Serapias neglecta
- Serapias orientalis
- Serapias parviflora
- Serapias politisii
- Serapias vomeracea
Serapias bergonii

Serapias bergonii (Αίγινα)
Ευρύτατα διαδεδομένη στην ανατολική Μεσόγειο, η διακριτική αυτή ορχιδέα ανθίζει από το Μάρτιο έως τον Μάιο σε φρύγανα και θαμνώνες, αλλά και άκρες δρόμων και εγκαταλελειμένα χωράφια.
Serapias lingua

Serapias lingua (Νάξος)
Μία μικρή σε μέγεθος ορχιδέα, με λεπτούς βλαστούς και ύψος συνήθως μέχρι 20-25 εκ. Την συναντούμε σε φρύγανα, θαμνότοπους και λιβάδια. Αναγνωρίζεται σχετικά εύκολα λόγω του χείλους που κρέμεται σαν γλώσσα (από όπου έχει πάρει και το όνομά της, lingua=γλώσσα στα λατινικά), ενώ χαρακτηριστικό είναι και το μαύρο κυκλικό σημάδι στη βάση του χείλους. Είναι μεσογειακό είδος, με εξάπλωση σε όλη την Κεντρική και Νότια Ελλάδα.
Serapias orientalis

Serapias orientalis (Κύθνος)
Μία ιδιαίτερη ορχιδέα με χαρακτηριστική εμφάνιση, όπως και οι υπόλοιπες του γένους Serapias στην Ελλάδα, χάρη στο μοναδικό μωβ ανθικό σύμπλεγμα με τις σκουρότερες νευρώσεις σε όλα του τα φυτικά μέρη (χείλος, συμφυή πέταλα και σέπαλα, βράκτιο). Το όνομα του είδους αναφέρεται στην ανατολική (orientalis) ζώνη κατανομής του στη Μεσόγειο.
Το συγκεκριμένο είδος διακρίνεται από τα συγγενή του με βάση τη μορφολογία – σχετικά χαρακτηριστικός είναι ο συνδυασμός στοιχείων όπως το πεπλατυσμένο χείλος, τα λευκά τριχίδια που φέρει, το σχετικά κοντό βράκτιο που μόλις εξέχει πάνω από το άνθος κ.α - αλλά και χάρη στο μέγεθός του: πρόκειται για ένα ιδιαίτερα στιβαρό φυτό, συγκρίσιμο σε εντύπωση με το Himantoglossum robertianum.
Φύεται σε ξηρές θέσεις με φρύγανα, κυρίως στη Νότια Ελλάδα (Αττική, Πελοπόννησος και νησιά του Αιγαίου) και έχει εξάπλωση στην Μεσογειακή ζώνη. Συχνά εμφανίζεται σε πολύ μεγάλους αριθμούς, σε παλιούς αγρούς και εγκαταλελειμένα λιβάδια.
Serapias parviflora

Serapias parviflora (Βουραϊκός)
Η μικρανθής (όπως είναι η απόδοση του όρου parviflora) Σεράπιας είναι πραγματικά η μικρότερη σε μέγεθος ορχιδέα του συγκεκριμένου γένους με τους πολύ παρόμοιους σε εμφάνιση αντιπροσώπους. Τα άνθη της είναι ανοιχτό μωβ – πρασινωπά, με σκουρότερες γραμμώσεις στην «κουκούλα» και το βράκτιο, με χαρακτηριστικά κοντό επιχείλιο, το οποίο φέρει λευκό πυκνό τρίχωμα στη βάση του.
Απαντά σε τυπικούς βιότοπους της χαμηλής ζώνης (φρύγανα, ποολίβαδα), αλλά συχνά και σε πιο υγρές τοποθεσίες. Εξαπλώνεται γύρω από τη Μεσογειακή λεκάνη.
Serapias vomeracea

Serapias parviflora (Τυμφρηστός)
Η ορχιδέα αυτή διακρίνεται μέσα στο γένος Serapias, που περιλαμβάνει είδη με παρόμοια στο σχήμα και το μωβ - βυσσινί χρώμα λουλούδια, χάρη στο ψηλό βράκτιο που υψώνεται πάνω και πίσω από το κυρίως τμήμα του άνθους. Τυπικά, επίσης, φέρει αρκετά λευκά τριχίδια πάνω στο επιχείλιο, τη «γλώσσα» που εκτείνεται προς τα κάτω από το άνθος.
Με ευρεία μεσογειακή-ευρωπαϊκή εξάπλωση, η Serapias vomeracea είναι αρκετά κοινή σε όλη την Ελλάδα, όπου θα τη συναντήσουμε κυρίως σε ανοιχτές και ξηρές θέσεις, σε φρύγανα και λιβάδια.
Το γένος Spiranthes
Το γένος Spiranthes περιλαμβάνει στην Ελλάδα το είδος Spiranthes spiralis.
Spiranthes spiralis

Spiranthes spiralis (Υμηττός)
Μία πραγματικά ξεχωριστή ορχιδέα, που διακρίνεται τόσο από την απαραγνώριστη εμφάνισή της, όσο και από την φθινοπωρινή άνθισή της, μοναδική ανάμεσα στις ορχιδέες της Ελλάδας. Τα μικροσκοπικά αλλά κομψότατα λευκοπράσινα λουλούδια της αναπτύσσονται σε σπειροειδή διάταξη (που εύκολα καταλαβαίνουμε ότι είναι το ονοματοποιό στοιχείο του είδους) πάνω σε έναν όρθιο αλλά χαμηλό βλαστό (συνήθως 10-15 εκ., σπανιότατα 20 εκ. και πάνω). Ο μικρός ρόδακας των φύλλων εκπτύσσεται την άνοιξη από την επίσης μικρή κονδυλώδη (με 2-4 ωοειδείς κόνδυλους) ρίζα.
Ο κύριος βιότοπός της είναι λιβάδια και μέτριας πυκνότητας πευκοδάση, όπου λόγω του μικρού μεγέθους της και της έλλειψης χτυπητών χρωμάτων, συχνά «χάνεται» ανάμεσα στα αγριόχορτα ή το πυκνό στρώμα πευκοβελόνων. Είναι ένα φυτό γνωστό σχεδόν σε όλη την Ευρώπη, με την φυσική εξάπλωσή της να περιλαμβάνει επίσης τη ΒΔ Αφρική και την περιοχή της Δ. Ασίας μέχρι τον Καύκασο και τα Δ. Ιμαλάια (στην Ευρώπη υπάρχουν άλλα 3 είδη του ίδιου γένους, όλα εξαιρετικά σπάνια).
Αν και ενδημεί σε πολλά βουνά της χώρας μας, είναι παντού δυσεύρετο.
Κείμενα: Απ. Καλτσής & Τ. Αδαμακόπουλος
Φωτογραφίες: Τ. Αδαμακόπουλος
Πηγές:
Aντωνόπουλος Z. 2010. Ορχιδέες της Ελλάδας. Το γένος Ophrys. Εκδόσεις Mediterraneo, Ρέθυμνο.
Kαλοπίσης, Γ. 1988. Οι ορχιδέες της Ελλάδας. Μουσείο Κρητικής Εθνολογίας. Βόροι, Ηράκλειο
Strid, A. 1995. The Greek mountain flora, with special reference to the Central European element. Bocconea 5: 99-112
Strid A. & K. Tan (eds.) 1991. Mountain Flora of Greece. Vol. 1 & 2. Edinburgh University Press, Edinburgh
Srtid A. & K. Tan (eds.) 1997. Flora Hellenica. Vol. 1.- Koeltz Scientific Prees, Königstein
Tsiftsis Sp. & Z. Antonopoulos 2011. Pseudorchis albida: an enigmatic orchid of the Greek flora. pp 795 – 806 σε Journal Europäischer Orchideen 43 (4): 2011.

topoguide greece
Η ΧΛΩΡΙΔΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Το topoguide greece είναι διαθέσιμο για συσκευές Android από το Play Store της Google topoguide greece.
Το topoguide greece είναι επίσης διαθέσιμο για συσκευές iOS (iPhone και iPad) από το App Store της Apple Topoguide Greece.
Κάθε περιοχή περιέχει έναν πλούσιο οδηγό στη γεωγραφία, τη φύση και τον πολιτισμό της περιοχής και παρέχει ενεργητική πλοήγηση κατά μήκος δεκάδων πεζοπορικών και ορειβατικών διαδρομών.
