Γεωλογία της Καλύμνου

Γεωλογία της Καλύμνου

Γεωλογικός Χάρτης της Καλύμνου
Γεωλογικός χάρτης ν. Καλύμνου (Πηγή: ΙΓΜΕ)

Γεωλογική δομή

Η γεωλογική δομή της Καλύμνου περιλαμβάνει τους πιό κάτω σχηματισμούς:

Μεταλπικοί σχηματισμοί του Νεογενούς και του Τεταρτογενούς.

Οι Νεογενείς σχηματισμοί αποτελούνται από κροκαλοπαγή, μαργαϊκούς ασβεστολίθους, μάργες και ψαμμίτες. Απαντούν σε πολυάριθμες εμφανίσεις μικρών διαστάσεων που εντοπίζονται γενικά σε ταπεινωμένες τεκτονικά περιοχές ή μέσα σε καρστικά έγκοιλα των μεσοζωικών ασβεστολίθων (κοιλάδα Βαθέος, περιοχή Αγίου Νικολάου χερσονήσου "Άνθρωπος", περιοχή Βοθυνών, Κεφάλα, Άργος κλπ). Το μέγιστο πάχος είναι 70m περίπου και το περιβάλλον απόθεσής τους πιθανότατα λιμναίο.

Οι Τεταρτογενείς σχηματισμοί περιλαμβάνουν τις εξής ενότητες:

- Κατολισθήσεις και αποσπάσεις βράχων.
- Σύγχρονα πλευρικά κορήματα και κώνοι κορημάτων με ασβεστολιθικές λατύπες ποικίλου μεγέθους.
- Αλλουβιακές προσχώσεις κοιλάδων από αργιλοαμμώδη υλικά με λατύπες και αδρομερέστερων υλικών. Έχουν μικρή έκταση και μικρό πάχος.
- Τεταρτογενείς ψαμμίτες θαλάσσιας απόθεσης (πώρος), σε αρκετά περιορισμένες εμφανίσεις. κυρίως νότια της Πόθιας.
- Ηφαιστειογενείς σχηματισμοί (ηφαιστειακοί τόφφοι από θηραϊκή γη και κίσσηρι). Τη μεγαλύτερη ανάπτυξη οι σχηματισμοί αυτοί παρουσιάζουν στην περιοχή Χωριού – Χριστού στην κοιλάδα της Πόθιας και στην περιοχή Αγίου Γεωργίου στην κοιλάδα Βαθέος. Το πάχος τους είναι γενικά μικρό.
- Παλαιά συνεκτικά κορήματα και ριπίδια χειμάρρων από ασβεστολιθικές λατύπες με αργιλοασβεστιτικό συνδετικό υλικό.

Οι Αλπικοί σχηματισμοί διακρίνονται σε:

A.Μεσοζωικά ιζήματα, τα οποία αποτελούνται ως επί το πλείστον από ανθρακικά υλικά. Τα επιμέρους λιθολογικά και στρωματογραφικά χαρακτηριστικά τους είναι: - Λευκοί έως λευκόφαιοι Κρητιδικοί ασβεστόλιθοι με μέγιστο πάχος της τάξης των 750m.
- Ασβεστόλιθοι, δολομιτικοί ασβεστόλιθοι και δολομίτες με μέγιστο ορατό πάχος της τάξης των 750m.
B. Νέο-παλαιοζωικούς σχηματισμούς, κυρίως από ασβεστόλιθους και σχιστοψαμμίτες με μέγιστο ορατό της πάχος της τάξης των 300m. Αντίστοιχοι σχηματισμοί αναπτύσσονται και στη γειτονική Λέρο. Συντίθεται από λευκούς κρυσταλλικούς ασβεστόλιθους με ασαφή απολιθώματα (χερσόνησος Κεφάλα Εμποριού και νησίδα Αγία Κυριακή), από μελανότεφρους απολιθωματοφόρους ασβεστόλιθους (χερσόνησος Κεφάλα Εμποριού, νησίδες Καλαβρό και Αγία Κυριακή, νότιο τμήμα της Ν. Τελένδου) και σχιστοψαμμιτικά στρώματα που εναλλάσσονται με αμφιβολιτικούς σχιστολίθους και φυλλίτες και αναπτύσσονται στο δυτικό παράκτιο τμήμα της νήσου (Εμπορειό, Σκάλια, Αργυνώντα, όρμος Συκάτης, περιοχή Μασούρι – Μυρτιές – Πάνορμος και περιοχή Πιθάρια – Λινός).

Υδρολογία

Η Κάλυμος είναι ένα νησί με ελάχιστα πηγαία νερά. Οι διάσπαρτες πηγές επαφής που εντοπίζονται σε διάφορες θέσεις, δίνουν παροχές της τάξης του 1 κ.μ/ώρα.

Γενικά δεν υπάρχει αξιόλογο επιφανειακό υδρολογικό δίκτυο (ρέματα μόνιμης ροής, αξιόλογες πηγές, βάλτοι κλπ) και το κύριο ενδιαφέρον από υδρολογικής οπτικής εστιάζει στην υπόγεια υδροφορία. Οι αξιόλογοι υδροφορείς της Καλύμνου ταυτίζονται με τις δύο μεγάλες τεκτονικές λεκάνες, του Βαθέως και της Πόθιας, όπου διακρίνονται δύο τύποι φυσικών δεξαμενών νερού: ο προσχωματικός (το νερό που κατεισδύει αργά στο εδαφικό στρώμα) και ο καρστικός (νερό παγιδευμένο σε δίκτυα του διαρβωμένου ασβεστολιθικού υποβάθρου). Εντοπίζεται και ένας μικρής έκτασης και περιορισμένης υδρογεωλογικής σημασίας προσχωματικός υδροφορέας στην κοιλάδα του Πανόρμου.

Στη λεκάνη του Βαθέως, το μέγεθος και η δομή της τεκτονικής τάφρου, σε συνδυασμό με την περατότητα υλικά πλήρωσής της και την ύπαρξη σχετικά στεγανού υποβάθρου, δημιουργούν συνθήκες ανάπτυξης μιας ενδιαφέρουσας υδροφορίας, που είναι και η σημαντικότερη του νησιού. Η υδροφορία αυτή έχει αξιοποιηθεί από παλιά με τη διάνοιξη δεκάδων πηγαδιών και πιό πρόσφατα με πολυάρισθμες γεωτρήσεις. Ο υδροφορέας είναι ανοιχτός προς την θάλασσα και σε συνδυασμό με την υπεράντληση των τελευταίων δεκαετιών παρουσιάζει φαινόμενα υφαλμύρυνσης. Στο πάνω μέρος της λεκάνης έχει κατασκευαστεί λιμνοδεξαμενή για αρδευτικούς σκοπούς.

Στο υπόλοιπο νησί, σε διάφορες περιοχές (Αργινώντας, Εμπορειό, Βοθυνοί), αναπτύσσονται φρεάτιοι υδροφόροι τοπικής σημασίας που αξιοποιούνται με τη βοήθεια διάσπαρτων γεωτρήσεων για τις ανάγκες των παρακείμενων οικισμών.

Διαχείριση υδατικών πόρων

Παραδοσιακά, η ικανοποίηση των αναγκών των κατοίκων και του κτηνοτροφικού κεφαλαίου του νησιού γινόταν από μικρές συλλογές νερού που αποθηκεύονταν σε μικρές ή μεγαλύτερες δεξαμενές ή με την εκμετάλλευση τη υδροφορίας του επιφανειακού στρώματος, μέσω πηγαδιών μικρού βάθους. Διατηρούνται εκατοντάδες δείγματα μικρών δεξαμενών σε κάθε γωνιά του νησιού, με πιό χαρακτηριστικές την υπόγεια τοξωτή δεξαμενή στο οχυρό της Γαλατιανής και τις πραγματικά μεγάλες δεξαμενές στο κάστρο της Τελένδου.

Διατηρούνται ακόμα εκατοντάδες πηγάδια, τα οποία αποστραγγίζουν τη ζώνη των χαλαρών προσχώσεων των πρώτων μέτρων του εδαφικού καλύματος. Μια ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι τα τρία πηγάδια του μικρού οροπεδίου Νερόλακκος, κόντά στην κορυφή του Προφήτη Ηλία, που χρησιμοποιούνται ακόμη συστηματικά.