Μνημεία και αρχαιολογικοί χώροι της Καστοριάς

Μνημεία και αρχαιολογικοί χώροι της Καστοριάς

Μνημεία και αρχαιολογικοί χώροι της Καστοριάς: Η λεκάνη της Καστοριάς με τη λίμνη και τη χερσόνησο. Στο βάθος το Βίτσι
Μνημεία και αρχαιολογικοί χώροι της Καστοριάς
Η λεκάνη της Καστοριάς με τη λίμνη και τη χερσόνησο.
Στο βάθος το Βίτσι
(πατήστε για μεγέθυνση).

Δομή του προϊστορικού συστήματος κατοίκησης και επικοινωνιών της Καστοριάς

Στην μακρά περίοδο από την αυγή της ιστορίας έως και τα μυκηναϊκά χρόνια, και προς επίρρωση της σημασίας του φυσικού σχεδιασμού, η κατοίκηση στην περιοχή της Καστοριάς υιοθέτησε τις προτάσεις του αναγλύφου και προσαρμόστηκε με τη χωρική κατανομή των βασικών φυσικών πόρων, όπως είναι η λίμνη Ορεστίς, οι κύριες κοιλάδες και οι περιβάλλουσες εύφορες πεδινές εκτάσεις. Αντίστοιχα, οι άξονες επικοινωνίας προσανατολίστηκαν προς τους προφανείς αυχένες και πάνω στους άξονες των μεγάλων ρεμάτων.

Αντανακλώντας τις πιο πάνω αρχές χωροθέτησης, οι προϊστορικοί οκισμοί που έχουν ανασκαφεί στην περιοχή της Καστοριάς χαρτογραφούν τη ζώνη ασφάλειας αλλά και εγγύτητας γύρω από τη λίμνη, που αποτελούσε ταυτόχρονα χώρος τροφοληψίας αλλά και δίαυλο εποκοινωνίας, ενώ πλείστες άλλες ενδείξεις υποδεικνύουν τη γεωμετρία των οδικών συνδέσεων.

Οι πιο κάτω πέντε θέσεις, που έχουν μελετηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό, συνθέτουν, όσο είναι εφικτό για το τεράστιο χρονικό διάστημα που καλύπτουν σποραδικά, μια εικόνα της προϊστορικής Καστοριάς.

Λιμναίος Οικισμός Δισπηλιού

Ανάμεσα στον παρόδιο οικισμό Δισπηλιό και το σημείο ελάχιστου υψομέτρου της όλης περιμέτρου της λίμνης Ορεστίδας (όπου σήμερα βρίσκεται η θυρίδα διαχείρισης της στάθμης της λίμνης), αποκαλύφθηκε το 1832, με την ευκαιρία μιας παροδικής ταπείνωσης της στάθμης της λίμνης, ο πρώτος προιστορικός λιμναίος οικισμός της Ελλάδας, που εύλογα πήρε το όνομα του παρακείμενου χωριού.

Η θέση ανασκάφθηκε μεταπολεμικά από τον αρχαιολόγο Γ. Χουρμουζιάδη και ανέδειξε μια μεγάλη και μακρόβια προσϊστορική εγκατάσταση που συγκροτήθηκε στα μέσα της 6ης χιλιετίας π.Χ. και συνέχισε να κατοικείται μέχρι και τις αρχές της 3ης χιλιετίας. Μια ακόμη μορφή εγκατάστασης εντοπίζεται στις αρχές των ιστορικών χρόνων, ενώ από τους ελληνιστικού χρόνους η θέση εντάσσεται σε ένα ευρύτερο οικιστικό και αμυντικό σύστημα της ρωμαϊκής περιόδου.

Ο λιμναίος οικισμός αποτελείται από ξύλινες οικίες αναπτυγμένες πάνω σε ξύλινες πλατφόρμες που στηρίζονταν σε πασσάλους εδραζόμενους στο βυθό της λίμνης ή την όχθη. Οι λόγοι της χωροθέτησης του οικισμού μέσα στο ρηχό νερό φαίνεται πως ήσαν αμυντικοί απέναντι σε εχθρούς αλλά και μεγάλα σαρκοφάγα της προϊστορικής εποχής. Ο οικισμός υπήρξε ανθηρός κοινωνικά και οικονομικά, όπως φαίνεται από τα εργαλεία οψιδιανό με προέλευση από τη Μήλο και τα Καρπάθια. Σπουδαιότερο ανάμεσα σε άλλα ευρήματα είναι μια ξύλινη πινακίδα με γραφή συμβόλων και αριθμών ιερογλυφικής μορφής, που εικάζεται ότι αποτελεί μέρος ενός συστήματος μεταφοράς πληροφοριών. Η «πινακίδα του Δισπηλιού» χρονολογήθηκε στο 5260 π.Χ., και συνεπώς θεωρείται αρχαιότερη της Γραμμικής Β.

Ο λιμναίος οικισμός του Δισπηλιού έχει κυρηχθεί προστατευόμενος αρχαιολογικός χώρος. Πρόσφατα εξοπλίστηκε με επισκέψιμη διαδρομή σε αναπαραστάσεις των οικιών και σχετικό μουσείο και αποτελεί το μείζον αρχαιολογικό σημείο ενδιαφέροντος της ενότητας της Καστοριάς.

Νεολιθικός οικισμός Αυγής

Δίπλα στον σημερινό οικισμό Αυγή εντοπίστηκε μεγάλος νεολιθικός οικισμός και ανασκάφημε τμήμα του. Οι ανασκαφές υπέδειξαν τρεις μεγάλες περιόδους οικιστικής δραστηριότητας, με μεγαλύτερη την παλαιότερη και διαρκέστερη να εκτυλίσσεται την 6η λιετία π.Χ. και τις επόμενες να χρονολογούνται μέσα στην 5η χιλιετία. Τα ευρήματα και των τριών περιόδων είναι σημαντικά και θέτουν πολλά ερωτήματα.

Νεολιθικός παραποτάμιος οικισμός Κολοκυνθούς

Δίπλα στο σημερινό οικισμό Κολοκυνθούς και κοντά στη κοίτη του Αλιάκμονα βρέθηκε αριθμός λακκοειδών κατασκευών, πιθανόν οικισμών και υπολείμματα αντικειμένων.

Νεολιθική εγκατάσταση στα Τρίτα Κορομηλιάς

Κατά τις εργασίες διάνοιξης συνδετήριου άξονα της Εγνατίας Οδού αποκαλύφθηκε εκτεταμένος χώρος που χρησιμοποιήθηκε για άγνωστη χρήση κατά τη νεολιθική περίοδο. Πιθανόν πρόκειται για εργαστήρια όπτησης ή άλλης θερμικής κατεργασίας, καθότι βρέθηκαν φούρνοι, εστίες, αγγεία, λίθινες κατασκευές και εργαλεία.

Προϊστορικός οικισμός στο σπήλαιο Πηγών στην Κορομηλιά

Σε αβαθές σπήλαιο που δημιουργήθηκε από τους στροβιλισμούς του νερού στο ρήγμα του φαραγγιού του Λαδοπόταμου, εντοπίστηκαν ενδείξεις χρήσης που χρονολογήθηκαν από το τέλος της 6ης χιλιετίας π.Χ. έως την πρώιμη εποχή του Σιδήρου.

Το σπήλαιο αποελεί οχυρό και καλά προφυλαγμένο χώρο και βρίσκεται πολύ κοντά στον προϊστορικό οδικό άξονα που διέτρεχε την κοίτη του ποταμού - ο ίδιο δρόμος χρησιμοποιήθηκε όλες τις επόμενες ιστορικές περιόδοθς και σήμερα φιλοξενεί τον κεντρικό δρόμο Καστοριάς-Κορεστείων-Πρεσπών.

Επί του ιδίου φυσικού άξονα και σε μικρή απόσταση από το σπήλαιο δημιουργήθηκε πολύ αργότερα οχυρωμένος βυζαντινός οικισμός που αναφέρεται ως Άνω Σλίβενη ή Κάστρο της Κορομηλιάς. Κοντά στο Κάστρο Κορομηλιάς συγκροτήθηκε κατά το 10ο ή 11ο αι. μικρή μονή αφιερωμένη στους Ταξιάρχες, η οποία φαίνεται ότι λειτούργησε ως ταξιδιωτικός σταθμός. Όλες αυτές οι εγκαταστάσεις, προϊστορικές, αρχαίες και βυζαντινές σχετίζονται με τον εσωτερικό δρόμο επικοινωνίας της μέσης δυτικής Μακεδονίας με την άπω δυτική και την κεντρική Μακεδονία, που στο τμήμα του από την Καστοριά μέχρι τη Βίγλα ακολοθούσε τον άξονα του Λαδοπόταμου.

Η ιστορική περίοδος μέχρι το Βυζάντιο

Οι πρώτοι ιστορικοί αιώνες

Η εικόνα που μεταφέρεται για την περιοχή της Καστοριάς από τους αρχαίους ιστορικούς και γεωγράφους και τα αποτέλεσματα των σύγχρονων ανασκαφών για την περίοδο ανάμεσα στην προϊστορική εποχή και το τέλος της αρχαιότητας είναι μάλλον θαμπή, πιθανόν λόγω της άνισης έντασης της αρχαιολογικής έρευνας. Τα διαθέσιμα στοιχεία μεταφέρουν μια χαμηλόφωνη ζωή στη λεκάνη Καστοριάς, μέσα σε έναν σχετικά πολύφωνο περίγυρο (Άργος Ορεστικό, Εράτυνα, Βόϊο κλπ).

Φαίνεται ότι στα πρώτα ιστορικά χρόνια η περιοχή κατοικήθηκε από τους Ορέστες, αρχαίο ελληνικό φύλο με καταγωγή από την Ήπειρο. Το όνομά τους είναι πιθανόν τοπιολογικής εξηγηματικής, αντανακλώντας το ορεινό πεπρωμένο τους. Οι ίδιοι πάντως έπλεκαν μια πιο ευγενή γενεαλογική ρίζα, θεωρώντας τον Ορέστη, γιο του Αγαμέμνωνα και της Κλυταιμνήστας, προπάτορά τους και ιδρυτή του βασιλείου τους. Το βασίλειό τους, η Ορεστίδα, καταλάμβανε την Καστοριά, την Πρέσπα, τον Άνω Δεβόλη ποταμό (σήμερα στην Αλβανία), τον άνω Αλιάκμονα (περιοχή Γράμμου) και το ανατολικό Βόϊο. Μέχρι το τέλος της εποχής του Σιδήρου, δεν αναφέρονται επώνυμοι βασιλείς ή ονόματα πόλεων, που μπορεί να σημαίνει ότι η κατοίκηση και η διοικητική οργάνωση παρέμειαν στα πρότυπα των προηγούμενων περιόδων.

Από το 550 ή 600 π.Χ. μέχρι την Μακεδονική κυριαρχία στην περιοχή (που ξεκινά το 360 π.Χ.) διασώζονται μόλις λίγες ενδείξεις εμπορικών συναλλαγών με τη νότια Ελλάδα και κάποια λείψανα μεγαλιθικής οχυρώσης από τον οικισμό του Δισπηλιού της εποχής, λιγοστές αναφορές για το Κέλετρο, τον αρχαϊκό πρόγονο της βυζαντινής Καστοριάς, καθώς και διάσπαρτα νεκροταφεία και εργαστήρια κεραμικής. Στην Ψαλίδα και άλλα εξέχοντα σημεάι του τοπίου φαίνεται ότι λειτούργησαν υπαίθρια ιερά, που ήσαν ωστόσο μικρά και δεν άφησαν ίχνη.

Πολύ περισσότερες ενδείξεις για την οικιστική οργάνωση, την παραγωγική δομή και την ένταξη της περιοχής στην ευρύτερη ιστορία είναι διαθέιμες για την ελληνιστική περίοδο. Αν και λείπουν τα εύγλωτα ερείπια, οι πολυάριθμες επιγραφές και η άφθονη γλυπτική των νότιων βασιλείων, τα λείψανα κάποιων ελληνιστικών αγροικιών, τα όστρακα και άλλα διάσπαρτα ευρήματα μαρτυρούν μια πολυπληθέστερη και ακμαία κοινωνία που μετείχε στην μετά τον Αλέξανδρο μακεδονική ιστορία και άντεξε τα χτυπήματα των αλλεπάλληλων επιδρομών Γαλατών, Ιλλυριών και Δαρδάνων. Μέχρι που ήρθαν οι Ρωμαίοι (197 π.Χ.).

Την αναίμακτη κατάκτηση των Ορεστών από τους Ρωμαίους ακολούθησε η προνομιακή ένταξη της περιοχής στη νέα οργάνωση της Μακεδονίας, πλέον ως τμήματα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η Ορεστίδα περνά ένα μεγάλο ήσυχο διάστημα ευημέριας και δημογραφικής ανάτασης μέχρι και την συγκρότηση της Διοκλητιανούπολη. Πάντως το μικρό μέγεθος των οχυρώσεων που εντοπίστηκαν στο Νεστόριο, το Κωσταράζι και το Λογγά, καθώς και η κατεδάφιση του τείχους του Κέλετρου, επιβεβαιώνουν τις συνθήκες ασφάλειας της εποχής,

Διοκλητιανούπολη

H Διοκλητιανούπολη υπήρξε το πρώτο αστικό κέντρο της περιοχής και μπορεί να θεωρηθεί ως ο ρωμαϊκός πρόδρομος της βυζαντινής Καστοριάς. Η ρωμαϊκή πόλη κτίστηκε τον 3ο μ.Χ αιώνα κατ' εντολήν του Διοκλητιανού - εξ΄ου και το όνομά της - στην περιοχή Αρμενοχώρι, ακριβώς στα ΒΔ όρια της σημερινής πόλης του Άργους Ορεστικού. Όπως οι περισσότερες ρωμαϊκές πόλεις που γεννήθηκαν στην εποχή της ακμής της αυτοκρατορίας, η Διοκλητιανούπολη κτίστηκε σε ομαλό τόπο και η ασφάλειά της ανατέθηκε στο ισχυρό περιτείχισμα, συνδυασμός που αποδείχθηκε αναποτελεσματικός, καθότι λίγες δεκαετίες μετά την ίδρυσή της η πόλη καταστράφηκε από τους Γότθους και πριν ανακάμψει καταστράφηκε εκ νέου από τους Οστρογότθους. Τελικά η θέση εγκαταλείφθηκε και όταν μετά από τρεις αιώνες ο Ιουστινιανός αποφασίζει να ανασυστήσει τον οικιστικό ιστό της περιοχής, μεταφέρει τον αστικό πυρήνα σε οχυρή θέση κοντά στην Ορεστίδα λίμνη.

Η βυζαντινή περίοδος

Η βυζαντινή Καστοριά

Η πόλη της Καστοριάς είναι η απάντηση του Ιουστινιανού, αρχηγού μιας ισχυρής αυτοκρατωρίας, απέναντι στις διαδοχικές επιδρομές βαρβαρικών φύλων στα δυτικά του Ελληνικού θέματος. Ο Ιουστινιανός αναθεωρεί τη ρωμαϊκή άποψη για μια πεδινή πόλη, με μοναδικό αμυντικό εξοπλισμό τα πλινθόκτιστα τείχη και συνδυάζει την ασφάλεια της ορεινής τοπογραφίας με τη σιγουριά του λιθόκτιστου τείχους της κλασικής περιόδου. Σε αντίθεση με την ακρόπολη της αρχαιότητας, που τα απόρθητα τείχη της βίσκονταν σε ύψωμα κοντά αλλά πάντως εκτός του οικισμού, η βυζαντινή πόλη περιβάλλεται ολόκληρη από το τείχος - τουλάχιστον στην αρχική φάση της. Η νέα πόλη κτίστηκε στα ερείπια του αρχαίου Κέλετρου, προφανώς με τα υλικά του και πιθανότατα υιοθετεί το αρχικό και μάλλον παραφθαρμένο ρωμαϊκό όνομά του - Castrum, Καστοριά.

Η πόλη οργνώθηκε στην χερσόνησο και στον ισθμό κατασκευάστηκε στιβαρό τείχος από αργούς λίθους και οπτόπλινθους με άφθονη συγκολητική κονία της εποχής, το κουρασάνι. Χάρη στην καταλληλότητα της θέσης, το τείχος είχε μήκος μόλις 340 μέτρων, έφερε δε πύλες και ενδιάμεσους πύργους. Τα σωζόμενα τμήματα του ιουστινιάνειου τείχους του ισθμού είναι σήμερα το εμφανέστερο μνημείο της βυζαντινής πόλης.

Πίσω από το τείχος του ισθμού υπήρχε το καθευατό τείχος της πόλης, μήκους περίπου 1500 μ., που περιέβαλε το κατοικημένο βόρειο σκέλος της χερσονήσου, το Κάστρο. Στην κορυφή της ενότητας υπήρχε ακρόπολη (donjon). Από το Κάστρο, σώζονται ελάχιστα λείψανα, ενώ η ακρόπολη έχει εξαφανιστεί εντελώς.

Μέσα στο μακρύ διάστημα της βυζαντινής επικράτησης, η Καστοριά κοσμήθηκε με 15 εκκλησίες. Όλες οι βυζαντινές εκκλησίες είναι κυρηγμένες διατηρητέες και διατηρούνται σε καλή κατάσταση.

Η σημερινή Κορομηλιά (παλιότερα λεγόταν Σλίβενη) αποτελεί μετεγκατάσταση του μεγάλου οχυρωμένου βυζαντινού οικισμού Κάστρο της Κορομηλιάς που βρισκόταν στην απέναντι όχθη, στη βάση της ομαλής ράχης Αρματωλός.

Το Κάστρο της Κορομηλιάς επόπτευε το βασικό οδικό πέρασμα της εποχής ανάμεσα στo σημαντικό βυζαντινό κέντρο της Καστοριάς και την Πελαγωνία, αλλά και τις πύλες της Βαλκανικής, δηλαδή τα γνωστά σήμερα οδικά και πεζοπορικά περάσματα προς την Αλβανία και τα Σκόπια εκατέρωθεν του όρους Τρικλάρι και μέσω των Πρεσπών. Ο σπουδαίος αυτός βυζαντινός δρόμος περνούσε στο κράσπεδο του Λαδοπόταμου, πάνω από το φαράγγι της Κορομηλιάς. Ακριβώς πάνω από τις πηγές, όπου δηλαδή τελειώνει ο υδραγωγός, απλώνεται ένα ελάχιστα αντιληπτό - αν και εκτεταμένο και απόκρημνο - βραχώδες σύμπλεγμα, που συγκροτεί την ανώτερη ζώνη του φαραγγιού. Στο πολύπτυχο αυτό βράχινο πέταλο υπάρχουν πολλές σπηλιές και σπηλαιοβάραθρα, που στα βυζαντινά χρόνια αποτέλεσαν τα καταφύγια διωκώμενων και ασκητών. Οι σκήτες που δημιουργήθηκαν εδώ από τους μοναχούς σχετίζονταν με τη γειτονική βυζαντινή μονή Ταξιαρχών.

Η μονή των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Κορομηλιάς ιδρύθηκε το 10 ή 11ο αιώνα στον ευρύτερο χώρο του Κάστρου της Κορομηλιάς (οχυρωμένος βυζαντινός οικισμός που αναφέρεται και ως Άνω Σλίβενη). Η μονή είναι σήμερα εντελώς ερειπωμένη: από το αρχικό μοναστικό συγκρότημα έχουν εντοπιστεί φτωχά οικοδομικά λείψανα του καθολικού, των κελιών, των βοηθητικών κτηρίων και του φρουριακού περιβόλου.

Μέσα στο φαράγγι, η μεγαλύτερη από τις σπηλαιώδεις κοιλότητες οχυρώθηκε αποτελεσματικά και λειτούργησε ως πύργος: είναι ο λεγόμενος πύργος της Κορομηλιάς, έργο της ύστερης βυζαντινής περιόδου (πιθανόν κάπου στον 11ο αιώνα).

Καστοριά topoguide
Μνημεία και αρχαιολογικοί χώροι της Καστοριάς
Ο βυζαντινός πύργος της Κορομηλιάς

Ο πύργος της Κορομηλιάς είναι το κυριότερο σωζόμενο λείψανο εκείνης της περιόδου. Θεωρείται ότι ανήκε στο μοναστήρι των Ταξιαρχών - και όχι στο αμυντικό σύστημα του Κάστρου της Κορομηλιάς - και αποτελούσε ύστατη θέση άμυνας των μοναχών.

Από τη δομή των κτισμάτων, οι ανασκαφείς της θέσης συμπέραναν ότι η μονή Ταξιαρχών είχε αναπτύξει, πέραν των συνήθων θρησκευτικών, νοταριακών, διαμεσολαβητικών και διαχειριστικών λειτουργιών των μοναστηριών, και το ρόλο του ταξιδιωτικού σταθμού, παρέχοντας φιλοξενία και άλλες υπηρεσίες στα καραβάνια που ξεκινούσαν για τις ερημιές της άνω κοιλάδας του Λαδοπόταμου ή ξεκουράζονταν πριν διασχίσουν την περιοχή της Καστοριάς πηγαίνοντας προς την Κοζάνη ή την Ήπειρο.

Η εμπορική δραστηριότητα της μονής συνέβαλε σταδιακά στη συσσώρευση αξιόλογης κινητής και ακίνητης περιουσίας, γεγονός που προέλκυσε το ενδιαφέρον των Οθωμανών, που λεηλάτησαν και κατέστρεψαν ολοκληρωτικά το μοναστήρι στις αρχές του 18ου αιώνα. Οι μοναχοί διασκορπίστηκαν στην περιοχή και αργότερα ίδρυσαν τρία διάδοχα μοναστικά σχήματα στην Κορομηλιά, το Δενδροχώρι και το Βατοχώρι.

Η μεταβυζαντινή Καστοριά

Η Καστοριά καταλήφθηκε από Οθωμανούς το 1385 και στον πυρήνα της πόλης οι ντόπιοι αντικαταστάθηκαν από μουσουλμάνους. Ο χριστιανικός πληθυσμός περιορίστηκε στην εκτός του Κάστρου ζώνη, όπου αναπτύχθηκαν νέες συνοικίες, ή μετακινήθηκε προς τα ορεινά (Κλεισούρα, Κορέστεια, Σιάτιστα) και το λιγότερο ελεγχόμενο δυτικό τμήμα (Νεστόριο, Γράμμος).

Η πρώτη και η μέση περίοδος της Τουρκοκρατίας δεν έχουν αφήσει σημαντικά ίχνη πορείας πάνω στην πόλη και το τοπίο. Η μεγάλη αλλαγή έρχεται στην ύστερη Τουρκοκρατία, οπόταν η Καστοριά εξελίσσεται σε μια πόλη του εμπορίου και της εξωστρέφειας. Αξιοποιώντας της εγγύτητα της πόλης στο πλέγμα των αγορών της Βαλκανικής που και αυτό με το σειρά του διαπλεκόταν με τις εμπορικές ροές της κεντρικής Ευρώπης και ειδικότερα των ΒΑ ιταλικών πόλεων και λιμανιών και των μεγάλων αυστρο-ουγρικών κέντρων, η Καστοριά ευημερεί και αναπλάθεται κοινωνικά και οικιστικά, παρακολουθώντας τις δυτικές, βαλκανικές και ανατολικές εισροές και διαμορφώνοντας ένα δικό της αρχιτεκτονικό και πολιτισμικό μίγμα. Η δυναμική της περιόδου ακμής της πόλης, που διήρκεσε απ΄οτον 17ο έως τον 18ο αιώνα, αποτυπώνεται στα αρχοντικά των πλούσιων γουνεμπόρων της πόλης, που κτίστηκαν κυρίως στις συνοικίες Απόζαρι και Ντολτσό.

Καστοριά topoguide
Μνημεία και αρχαιολογικοί χώροι της Καστοριάς
Η συνοικία Ντολτσό

Εκμεταλλευόμενα την υψηλή θέση - θέας και κύρους - που τους έδινε η ύψωση της χερσονήσου, τα περισσότερα αρχοντικά είναι κτισμένα σε οικόπεδα μεγάλης κλίσης και στην κατάντι όψη τους έχουν τρεις ή τέσσερις ορόφους. Στο αρχοντικό του Νεραντζή Αϊβάζη στεγάζεται σήμερα το Λαογραφικό Μουσείο της Καστοριάς.

Την ίδια περίοδο η Καστοριά αποκτά πολλές εκκλησίες, από τις οποίες 46 διατηρούνται σε καλή κατάσταση.

Πεζοπορώντας στο αρχαίο τοπίο της Καστοριάς

Μνημεία και αρχαιολογικοί χώροι της Καστοριάς: Από αριστερά προς τα δεξιά, οι κορυφές Αγία Τριάδα, Όχι και Ψαλίδα
Μνημεία και αρχαιολογικοί χώροι της Καστοριάς
Από αριστερά προς τα δεξιά
Οι κορυφές Αγία Τριάδα, Όχι και Ψαλίδα
(πατήστε για μεγέθυνση).

Στις πιο κάτω προτάσεις θα εστιάζουμε στα θέματα που μπορεί να δει ο πεζοπόρος κατά μήκος πραγματικών πορειών, αφήνοντας τους περιπάτους που μπορεί να κάνει ο επισκέπτης της πόλης, μελετώντας τις βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες και θαυμάζοντας τον πλούτο των αρχοντικών της ύστερης Τουρκοκρατίας να εξυπηρετηθούν από άλλους έντυπους οδηγούς.

Είναι προφανές ότι στο βαθμό που το τοπίο της λεκάνης της Καστοριάς δεν έχει υποστεί καμία μείζονα αλλαγή, παρόλη την ένταση της ανθρώπινης δραστηριότητας, ο πεζοπόρος που θέλει να αναμετρήσει τις παραμέτρους της αρχαίας χωροταξίας δεν έχει παρά να ανέβει σε κάποια από τις κορυφές γύρω από τη λίμνη και συγκεκριμένα στην Ψαλίδα, την Αγία Τριάδα και τον Ίστακο.

Άλλα στοιχεία της ιστορικής διαδρομής της περιοχής, όπως ο πύργος της μονής Παμμεγίστων Ταξιαρχών, θα αναζητηθούν μέσω των σχετικών πορειών. Οι διαδρομές αυτές προσπελαύνονται από το μενού της παρούσας σελίδας.