Ημερολόγια Υπαίθρου: Γρεβενά

Γρεβενά

Ο βαλκανικός ήχος της χερσονήσου

Κειμενο και φωτογραφιες: Τριανταφυλλος Αδαμακοπουλος
Τ. Αδαμακόπουλος

Τα Γρεβενά, φωλιασμένα στα ανατολικά της Πίνδου, άλλοτε ορεινό καταφύγιο και άλλοτε αγροτικός λαβύρινθος, μοιάζουν σαν μια σφήνα της Βαλκανικής στην Ελληνική χερσόνησο. Ο ορίζοντάς τους έχει μια κατεύθυνση: σε πολλές μυθολογίες, προσωπικές ή μαζικές, η πυξίδα της ελπίδας είναι γυρισμένη δυτικά – για τον γρεβενιώτη το αζιμούθιο της ψυχής του κοιτάει πάντα προς την μεριά που ανατέλει το άστρο της ημέρας.

Η πόλη των Γρεβενών δεν έχει κληρονομήσει κάποιο αστικό μύθο – κανείς Αργοναύτης δεν διέσχισε ποτέ τη θάλασσα της μολάσσας - και βέβαια, είτε λόγω τους μικρού μεγέθους, είτε χάρις στη φυσικότητα της γέννεσής τους, δεν πρόλαβαν να δημιουργήσουν έναν σύγχρονο τέτοιο. Με άλλα λόγια, μιλώντας στο πλαίσιο της νεώτερης Ελλάδας, δεν πρόλαβαν να μασκαρευτούν με την όψιμη αστική μανιέρα των άλλων πόλεων – ακόμα και η πρωτεύουσα δεν έχει τίποτα από τη λάμψη και τη σπαργή των μεγάλων πόλεων της ηπείρου μας, μόνο τη κούραση και την αβολεψιά του τεράστιου σώματός της. Απέναντι στα φτιασιδώματα αυτά, τα Γρεβενά κρατούν την ευκινησία του παιδιού και συμπυκνώνουν γύρω από 4-5 ορόσημα αστικής υποδομής – το νοσοκομείο, το διοικητήριο, τη μικρή βιοτεχνική ζώνη, τους κόμβους και τους οδικούς άξονες - όλες τις ομαδικές εκφράσεις της επαρχιακής νεοτενίας, όπως το καθημερινό παιχνίδι της βόλτας, το κυριακάτικο χασομέρι στην πλατεία, τα ετήσια γλέντια και το μεγάλο παζάρι.

Τ. Αδαμακόπουλος

Στους ημιορεινούς δορυφόρους της πόλης, οι αγροτικές πρακτικές, πέρα από μια αναφορά στην παραγωγική διαδικασία, που όμως ακούγεται πλέον σαν μακρινή ηχώ, καθώς οι ίδιες οι εργασίες στηρίζονται και στηρίζουν κυρίως παράπλευρους οικονομικούς μηχανισμούς, αποτελούν πάντα τον κορμό του αυτοπροσδιορισμού του γεωργού. Μέσα από την ετήσια πάλη με τα βαριά χώματα των επικλινών χωραφιών, ο γρεβενιώτης επιβεβαιώνει τη βαθιά και αδιάσπαστη επικοινωνία του με τις φλέβες της γης, από όπου αυτός και όλοι οι πρόγονοί του, αμέτρητες γεννιές ξυπόλητων γεροδεμένων χωρικών, άντλησαν τα τεκμήρια της φυσικότητας της ύπαρξης τους: γι’ αυτά τα παιδιά της λάσπης, που παίρνουν τα αγαθά της επιβίωσης από τα ίδια τα χέρια της γης, δεν χρειάζονται μεταφυσικές και θεωρίες, μοναδικοί θεοί τους είναι η άργιλος και η βροχή, αυτοί καθορίζουν το πλαίσιο του πεπρωμένου τους - και όχι μόνο τις υλικές διαστάσεις του αλλά πρωτίστως τις χρονικές, καθώς η παρουσία κάθε γενιάς απολογίζεται με καλές σοδιές και αυτές μπορούν να είναι δεκάδες, εκατοντάδες ή χιλιάδες, έχει δηλαδή να παλέψει κανείς ισάριθμους νικηφόρους κύκλους και μέσα από τη διασταλμένη αυτή πραγματικότητα να συναντήσει τα φυσικώς μελλούμενα, να ανακατευτεί με το ρυθμό που αυτά αλληλοδιαδέχονται, να τον εξημερώσει και τελικά να υιοθετηθεί από το αύριο αυτού του κόσμου.

Τ. Αδαμακόπουλος

Καμία άλλη πίστη δεν μπορεί να είναι τόσο δυνατή και σίγουρη, όσο αυτή η ακατανίκητη πεποίθεση του γεωργού για την άρρηκτη ένταξή του στο γήινο κόσμο και αυτή η αποκάλυψη ενός ενιαίου φυσικού σύμπαντος, μέσα στο οποίο ο εργάτης της γης αποτελεί έναν ασήμαντο αλλά αναπόσπαστο κόκκο, σαν δίποδος μπάμπουρας που κυλά τη μπαλίτσα του σε μια ατελείωτη πλαγιά, όπου σε όλα – κλίση, μπαλίτσα και φυσικά εμπόδια – έχει δοθεί η ιδανική μετρητική ισορροπία μιας ατέρμονης ανέλιξης προς έναν άγνωστο αλλά ανακουφιστικό σκοπό, αποδεικνύει ότι η ζωή είναι δικαιωματικά και αυταπόδεικτα αρμονική και τέλεια. Λειώνοντας μέσα στο χέρι του ένα καφετί λασπερό σβώλο, ο γρεβενιώτης γεωργός αναδομεί όλους τους ναούς της Πίνδου - από χώρους αναζήτησης της επικοινωνίας με το μεταφυσικό σε απλά στολίδια της φυσικής γωγραφίας, σημάδια παλιών συνοικήσεων ή οριοθετικά σύμβολα στους υδροκρίτες και τα σταυροδρόμια.

Τ. Αδαμακόπουλος

Η ίδια κοσμική μέριμνα ρέει γύρω και από τον κάτοικο της μικρής πόλης των Γρεβενών και τον περιβάλει με τους όρους της φυσικής αρμονίας. Αν και δεν μπορεί να το συγκεκριμενοποιήσει, γιατί δεν έχει την άμεση επαφή με το χώμα, ο Γρεβενιώτης, ακόμα και αυτός που ζει στο διαμέρισμα της επταόροφης πολυκατοικίας, έχει δεχθεί από το τοπίο, από το κυματιστό ανάγλυφο με τις γλυκές ρεματιές και τις ήσυχες ράχες, από την αλεπού που είδε προχτές, από τη κυδωνιά του, από τα πέτουρα της μάνας του, από το χάδι της πρωϊνής ομίχλης, από όλα αυτά τέλος πάντων που είναι αληθινά και παράδοξα και που τα δέχεται ως δώρο ενός φυσικού κόσμου στον οποίο ανήκει άκοπα, χωρίς να συγκρούεται, χωρίς να τον ανατέμνει, σαν να επιπλέει πάνω του, ακόμα κι΄αυτός λοιπόν συντηρείται ολοκληρωτικά από αυτή την ανεξήγητη θαλπωρή της τεράστιας μήτρας που του παρέχει την ευκαιρία μιας αιώνιας παιδικότητας και μέσα στην οποία οι έννοιες της αρχής και του τέλους είναι ανύπαρκτες.

Θέλω να σκέφτομαι το κάτοικο της ορεινής αυτής νησίδας απαλλαγμένο της αγωνίας του σκοπού και του τρόμου του τέλους, ελεύθερο του εναγκαλισμού που πνίγει τον κατατρομαγμένο άνθρωπο της αστικής κουλτούρας, ελεύθερο να είναι δέσμιος του πραγματικού κόσμου, ελεύθερο να ξαναβάλει τα πνεύματα στη σωστή τους θέση, δηλαδή στο ετήσιο εορτολόγιο, ελεύθερο τέλος να προσευχηθεί στο όνομα της φθινοπωρινής αλλαγής χρώματος στα φύλλα της βελανιδιάς, που δεν τον έχει διαψεύσει ποτέ.